Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

tired of travels.....

Μας αγκαλιάζουν όλες οι μέρες... και πάνω που νομίζουμε οτι μας αγαπάνε, λένε οτι κρυώνουν και ζητούν τη ζεστασιά μας. Όσες φορές και αν κοιτάξεις κάτι, ποτέ δεν μένει ίδιο. Μεταβάλλεται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει. Και μετά πάμε πάλι απ'την αρχή. Ξεκινάμε την αναζήτηση της πραγματικότητας, η οποία μεταβάλεται επειδή την αναζητούμε...επειδή άλλαξε η ματιά μας απέναντί της.

Και οι μέρες τρίβονται πάνω μας. Σπρώχνονται προς τη ζεστασιά...τη ζεστασιά της καρδιάς μας. Μερικές τις αφήνουμε και φτάνουν εκεί που θέλουν. Οι υπόλοιπες απλώς μας ενοχλούν και μας γκρινιάζουν να τις κοιτάξουμε λιγάκι και να τις θυμηθούμε ξανά. Όχι γιατί μας αγαπάνε, αλλά γιατί μόνες τους κρυώνουν...

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Χτές το βράδυ...


Κοίταζα το φως της λάμπας μέχρι να θυμηθώ τα μάτια σου. Περπάτησα μίλια σήμερα...από την μία άκρη του σπιτιού στην άλλη. Σκέφτομαι: "Μπορώ να γράψω οτιδήποτε", αλλά γράφω ότι με βλέπω, στον αντικατοπτρισμό απ' το τζάμι, να γράφω στο σημειωματάριο που μου χάρισες. Ακούω το ψυγείο...ακούω τον θόρυβο των ηλεκτρικών συσκευών και την μοναξιά μου να ουρλιάζει καθισμένη δίπλα μου στο καναπέ.

Ήπια λίγο ούζο σήμερα και θυμήθηκα την πλατεία Όλγας και το παγκάκι που καθόμασταν. Τα δέντρα έστελναν τα φύλα τους πάνω μας όταν καθόμασταν εκεί. Τα μοβ φύλλα και άνθη τους...Κάλυπταν όλο το πεζοδρόμιο της πλατείας και το χρωμάτιζαν με μοβ πινελιές. Καθόμασταν και κοιτούσαμε το γρασίδι και τα δέντρα απέναντί μας. Σου κρατούσα το χέρι...και συ, με φιλούσες στον κρόταφο, για να γυρίσω να κοιτάξω τα λαμπερά μάτια σου και να έρθουν οι ανάσες μας πιο κοντά.

Ήπια και λίγη μπύρα και μαγείρεψα σήμερα...για να θυμηθώ πιο ζωντανά την γεύση του φαγητού όταν τρώγαμε μαζί. Κοίταζα τις φωτογραφίες μας καθώς σου μιλούσα στο τηλέφωνο. Τώρα περιμένω, ακούγοντας τα δευτερόλεπτα να αντηχούν μέσα στο δωμάτιο.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Εεε δε μπορώ άλλο!! Πάρτα!!!


Οι άνθρωποι μάλλον είναι πολύ μπερδεμένοι. Οι άνθρωποι είναι πολύ αλλόκοτοι. Όλοι συμφωνούμε ότι το να σκοτώνουμε κάποιον είναι"κακό" και ότι ο πόλεμος δεν είναι κάτι "καλό". Αλλά καταχειροκροτούμε λέει τους ανάπηρους πολέμου. Γιατί; Επειδή πήγαν στον πόλεμο;...που είναι κάτι κακό; που σκότωσαν άλλους ανθρώπους; ή που κατάφεραν να γυρίσουν από τον πόλεμο; ή επειδή είναι ανάπηροι...από λύπηση; "Γιατί πολέμησαν για την πατρίδα!!" σου λέει ο άλλος. Ααα.. πήγαν δηλαδή στο πόλεμο, σκότωσαν κάποιους άλλους ταλαίπωρους και έμειναν ανάπηροι για τα συμφέροντα κάποιων άλλων. Τώρα μάλιστα...Γιατί η πατρίδα μας, μας στηρίζει πάντα στις δύσκολες στιγμές...Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Ας μας εξηγήσει κάποιος τί ακριβώς είναι η πατρίδα;... Είναι οι Μητσοτάκηδες, οι Καραμανλήδες και οι Παπανδρέηδες; Είναι το ΛΑΟΣ; είναι αυτή η φούντωση η φλόγα; είναι τα κορδωμένα κορμιά των στρατιωτικών; είναι η κοινωνία μας; είναι οι αρχαίοι Έλληνες; Γιατί εγώ μέχρι τώρα, κανένας από τους παραπάνω (και πολλοί άλλοι) δεν με έχει βοηθήσει σε δύσκολες, ούτε σε εύκολες καταστάσεις. Ποτέ δεν θυμάμαι να στηρίχθηκα στο κράτος και αυτό να μην με άφησε να πέσω. Ποτέ δεν θυμάμαι να μην ανησυχούσα αν θα λάβω τελικά πράγματα που τα θεωρούσα αυτονόητα. Πάντα θυμάμαι να αγωνιώ και να αγωνίζομαι πολύ περισσότερο απ΄ότι θα έπρεπε για να έχω μια θέση στο πανεπιστήμιο και μια υπόσχεση ελπίδας ότι θα βρω δουλειά. Ενώ άλλοι δίπλα μου, επειδή ο μπαμπάκας τους είναι πατριώτης και ο γιος του φυσικά πολύ καλό παιδί, να διαλέγουν σε πιά σχολή θα πάνε.

"Λέω να πάω στην Ιατρική... Ξέρεις μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά και θα τα διαβάζω μάλλον. Τώρα εδώ με τους Η/Υ τα βαριέμαι."

Ένα πράγμα έχω καταλάβει πάντως: Η πατρίδα είναι κάτι που με περιλαμβάνει όταν έχω υποχρεώσεις απέναντί της, ενώ είναι κάτι ξεχωριστό από εμένα όταν ζητάω τα αυτονόητα από αυτήν.

Φαντάζεστε όμως, να πίστευαν όλοι το ίδιο με εμένα; Ποιος τότε θα υποστήριζε τα μεγάλα κόμματα και την γλυκιά μας την πατρίδα; Θα επικρατούσε χαααάος και αναρχιιιιιία και φοοοοόβος και πανουούκλα και ο θεός θα έριχνε βατράχια να μας φάνε όλους και ακρίδες να φάνε τα σπαρτά μας και σπαρτά να φάνε οι ακρίδες αν δεν είχαμε...(Παααάει καηήκαν όλοι!!! Καίγονται τωωώρα!!! εε Billy; ) Η λέξη πατρίδα έχει ξεφτιλιστεί πλέον... Χρησιμοποιείται από κάποιους επιτήδειους, όπως η λέξη μπαμπούλας, για να υπομένουμε την καθημερινή κατάφωρη βία και αδικία που βιώνουμε.

Αλλά ευτυχώς "έχει ο θεός"... Γιατί όσους δεν τους πιάνουμε με την πατρίδα, τους πιάνουμε με τον θεό. Δεν πειράζει και να υποφέρουμε σε αυτή τη ζωή, στην άλλη θα τρώμε μέλια και ρύζια και θα έχουμε παρθένες (καλά στον Ισλαμισμό ξέχασαν τελείως τις γυναίκες) και θα πάμε στον παράδεισο αν υποφέρουμε πολύ, γιατί ο θεός κάθεται τώρα και μας κοιτάζει που αδικούμαστε και τα σημειώνει όλα. Αν είναι καλοί άνθρωποι τους παίρνει μαζί του στο παράδεισο ενώ αν είναι κακοί πάνε στη κοοοόλαση που κάνει πολύ ζέστη. ΟΚ...Καλά τώρα...ο θεός δε έφτιαξε τον άνθρωπο; Και καλά, όταν τον έφτιαχνε δεν κατάλαβε ποιοι του βγήκαν καλοί και ποιοί σκάρτοι; Πρέπει να τους στείλει στην γη, για να δει αν θα τον πιστέψουν και θα πάνε στην εκκλησία για να καταλάβει;...Με την μέθοδο δοκιμής και λάθους λειτουργεί και ο θεός; Ή έφτιαξε και μερικούς κακούς για να παίζει κουκλοθέατρο μαζί με τον Βεελζεβούλ στη γη;

Το θέμα στο τέλος όμως είναι να την παλέψουμε. Γιατί όσο κι αν κατανοούμε κάποια πράγματα το μόνο που καταφέρνουμε είναι να γινόμαστε πιο δυστυχείς και να αισθανόμαστε πιο μόνοι. Σκοπός μας πρέπει να είναι η ευτυχία και η χαρά. Η δικιά μας αλλά και του διπλανού μας. Γιατί πιστεύω ότι δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ ευτυχισμένοι όταν κάποιος δίπλα μας δεν είναι...Μπορεί να πέσουμε αλλά σημαντικό είναι να ξανασηκωθούμε...

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Πιες μια μπύρα να σε φτιάξει...


Παίζει να ήταν από τα πιο μεγάλα μεθύσια που έχω κάνει ποτέ. Τα μέγιστα δεν τα θυμάμαι για ευνόητους λόγους. Για παράδειγμα ήθελα το καλοκαίρι που μας πέρασε να γράψω για όταν πήγαμε με τον Βασίλη στον Ανεμόμυλο, στη Γαρίτσα, για 1 μπουκάλι νόστιμη τεκίλα, αλλά αυτά που μόνο θυμάμαι είναι ότι μας πήρε 1 ώρα να γυρίσουμε σπίτι, ότι πέταξα την μπουκάλα πάνω στα βράχια και ότι είδαμε κάτι σαν... έναν άσπρο σκούφο να διασχίζει την θάλασσα δίπλα μας και σκάσαμε στα γέλια χωρίς λόγο. Ο Γιάννης μου είχε προτείνει να γεμίσω τα υπόλοιπα με τελείες...Πλάκα θά'χε....

Ήμασταν σπίτι του Γιώργου και της Ηλιάνας και ήταν Τσικνοπέμπτη. Είχαμε οργανωθεί από την προηγούμενη μέρα(Τρίτη νομίζω ήταν...) και τα είχαμε όλα. Ψησταριά, ψήστες (εμάς), σουβλάκια, και σουβλακοφάγους. Το σπίτι ήταν σαν ντισκοτέκ λόγο όχι μόνο του καρναβαλιού, αλλά και του Γιώργου. Ένα χόμπι του ήταν να αγοράζει πράγματα που έβρισκε στο ίντερνετ σε χαμηλές τιμές, άσχετα με το αν τα χρειαζόταν ή όχι. Στο νταβάνι κρεμόταν μια ντισκομπάλα, υπήρχαν παντού φούξια πούπουλα, φούξια φουλάρα και μικροπράγματα και όλα αυτά μαζί με ένα μηχάνημα που έκανε μπουρμπουλήθρες, δημιουργούσαν ένα τελείως αλλόκοτο και ψυχεδελικό σκηνικό.

Δέν ήμασταν πολλά άτομα...Είχαμε μαζευτεί οι συνήθεις ύποπτοι για εκείνη την περίοδο. Είχαμε πάρει υπερβολικά πολλά σουβλάκια. Θέλαμε όμως και λουκάνικα, έτσι πήγαμε με το Γιώργο και πήραμε και υπερβολικά πολλά λουκάνικα. Αρχίσαμε να ψήνουμε από τις 6 το απόγευμα. Ευτυχώς είχε τέντα στο μπαλκόνι του όπου ψήναμε, γιατί τότε άρχισε να ψιχαλίζει. Όταν έπεφτε η νύχτα είχαμε αρχίσει να τρώμε τα πρώτα σουβλάκια και να πίνουμε καμιά ρετσίνα και ένα γλυκό λευκό κρασί που είχε φέρει η Ελένη.

"Καλά είναι τα σουβλάκια" έλεγε ο Γιώργος "Ήθελαν όμως κι άλλο πιπέρι"

Οτιδήποτε και αν έτρωγε έπρεπε να έχει "κι άλλο πιπέρι". Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήθελε να μας αποδείξει ότι αντέχει περισσότερο απ' το καθένα μας τα καυτερά φαγητά...Πάντως τα κατάφερε και μας το απόδειξε. Έτρωγε απίστευτες ποσότητες πιπεριού και μπούκοβου σε καθημερινή βάση... Απ'ότι θυμάμαι δεν του άρεσαν τα Αll bran...Δεν είχε βγει και το Activia τότε... Πρέπει να ήταν δύσκολα τα πράγματα...

Anyway...Νομίζω ότι ακόμα μπορώ να γευτώ την γλυκιά γεύση που άφηνε το λευκό κρασί που πίναμε. Αυτή η σχεδόν ζαχαρώδη γλυκάδα του, το έκανε φθηνό αλλά και ιδιαίτερα ευχάριστο. Από την άλλη υπήρχε και ρετσίνα... Αντιμετώπισα αυτό το τρομερό δίλημμα, αλλά τελικά κατέληξα πως θα πιω και άπ' τα δύο. Αργότερα ήρθα και άλλοι δύο φίλοι του Γιώργου. Καθόμασταν έξω στην βεράντα και ήταν βράδυ πλέον. Πίναμε, γελούσαμε, λέγαμε κουταμάρες και όσο περισσότερο πίναμε τόσο περισσότερες κουταμάρες λέγαμε. Η δίψα εκείνη την νύχτα ήταν φοβερή. Διψούσαμε φοβερά. Οι ρετσίνες και το κρασί μας τελείωσαν σχετικά γρήγορα. Ψάχνοντας στο σπίτι για ποτά ανακαλύψαμε 5-6 γεμάτες μπουκάλες. Η μία από αυτές ήταν ούζο με μαστίχα Χίου. Δοκιμάσαμε λίγο και ήταν αηδία...θα το αφήναμε για το τέλος... Αρχίσαμε να πίνουμε χωρίς φόβο και πάθος...

Μέσα στο σπίτι η ντισκομπάλα χόρευε στο ρυθμό της μουσικής και όλα έμοιαζαν να λικνίζονται μαζί της...Η τηλεόραση, τα ράφια, τα ποτήρια μας, χόρευαν, αφήνοντας πίσω τους ίχνη απ' όπου περνούσαν. Καθισμένοι στον καναπέ κοιτάζαμε τηλεόραση χωρίς να βλέπουμε τί δείχνει. Ξαφνικά είδα μπουρμπουλήθρες να έρχονται από τα δεξιά του οπτικού μου πεδίου. Τότε όλα άρχισαν να φαίνονται σαν αρνητικά μιας φωτογραφίας και να φωσφορίζουν στον ρυθμό της μουσικής. Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι πάθαινα εγκεφαλικό αλλά μετά κατάλαβα ότι ο Γιώργος είχε ανάψει το black light. Η κατάσταση μέσα στο σπίτι ήταν παρανοϊκή, γι' αυτό σιγά σιγά αρχίσαμε να μετακινούμαστε προς τη βεράντα.

Πίναμε από όποιο μπουκάλι ήταν πιο κοντά μας κάθε φορά και έτσι στα ποτήρια μας μπορεί να υπήρχε ένα κοκτέιλ από ρούμι, βότκα και μαρτίνι ή οτιδήποτε άλλο. Ένοιωθα να βουλιάζω στην πλαστική καρέκλα μου και προσπαθούσα να ανασηκωθώ αλλά πάντα έμενα στην θέση που ήμουν. Ξεκινήσαμε μια τρελή κουβέντα με ένα από τα παιδιά για το αν υπάρχει ο θεός και ο Χριστός... Δεν θυμάμαι ακριβώς τι λέγαμε. Θυμάμαι ότι μιλούσαμε με τεράστιες, μεθυσμένες και ακατανόητες προτάσεις. Σε κάποια στιγμή μου έλεγε κάτι ιστορίες για τη μάνα του..., ενώ εγώ να του απαντούσα για το ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από μια μεγάλη έκρηξη και άλλα τέτοια. Όταν καταλάβαμε και οι δυο μας ότι αυτή η κουβέντα θα μπορούσε να συνεχιστεί στο άπειρο αν θέλαμε, κοιτάξαμε γύρω μας και είδαμε ότι είχαμε μείνει μόνοι μας στη βεράντα μαζί με δυο τελειωμένες μπουκάλες πάνω στο σπασμένο τραπεζάκι. Μπήκαμε μέσα και ήπιαμε το ούζο με την μαστίχα Χίου...

Πρέπει να ήταν 3 τα ξημερώματα όταν αποφασίσαμε να πάμε στην πλατεία να κάνουμε πατίνια. Περπατούσαμε σα ζόμπι στην άδεια πόλη μέχρι να φτάσουμε. Δεν σκέφτηκα καν να κάνω πατίνια γιατί καλά καλά δεν μπορούσα να περπατήσω. Οι άλλοι κάνανε και πέφτανε πάνω στα πλακάκια και μέσα στα παρτέρια με τις λάσπες...Ο Γιώργος καθόταν και αυτός δίπλα μου, με ένα κενό και υγρό βλέμμα. Τότε ήταν που του ήρθε η φοβερή ιδέα.

"Θα πιω μια μπύρα!" ανακοίνωσε. "Πιες και συ μια μπύρα να σε φτιάξει" μου λέει και αρχίζει να κατευθύνεται προς το περίπτερο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ του λέω να μου φέρει και εμένα μια. Όταν ήπια την μπύρα μονορούφι κοίταξα τις πολυκατοικίες γύρο μου και σκέφτηκα ότι είναι όλες ανάποδα... Νόμιζα πως οι πολυκατοικίες αντανακλούνταν σε κάποιο είδος υγρού, που μετά κατάλαβα ότι ήταν ο ουρανός... Δεν σάλεψα άλλο από το παγκάκι που καθόμουν μέχρι να φύγουμε. Κοιτούσα τις απέναντι πολυκατοικίες χωρίς να αναγνωρίζω πάντα τι έβλεπα. "Την μπύρα την πίνουμε όταν ξυπνήσουμε το άλλο πρωί και όχι όταν μας έχουν τελειώσει όλα τα ποτά από ένα μεθύσι" σκέφτηκα όταν γυρνούσαμε σπίτι κατά τις 5 τα χαράματα...

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Κατερίνη-Αθήνα 16/10/09


Οι πεδιάδες και τα βουνά γύρο μας είναι καλυμμένα με μπαμπάκι που μοιάζει με σύννεφα. Καφεπράσινα δέντρα αχνοφαίνονται μέσα του και με κάνουν να νοιώθω ότι θα 'θελα να ήμουν εκεί πάνω στο βουνό και να έτρεχα με τα χέρια ανοικτά κάτω απ'τον ουρανό. Ο λευκός ουρανός που μας καλύπτει έχει μια υποψία γκρι μέσα του που του δίνει άλλο νόημα. "Μακάρι να έβρεχε...να έβρεχε πολύ" σκέφτομαι και έξω από το παράθυρο εμφανίζεται ένας πράσινος ποταμός καλυμμένος από βλάστηση. Τα βουνά από πάνω του χάνονται μέσα στα σύννεφα και τώρα όλα τα φύλλα των δέντρων δίπλα μας, έγιναν ξαφνικά κίτρινα. Ξεκλέβουμε ματιές προς τον ποταμό μέσα από την πυκνή βλάστηση. /και μου λείπεις ήδη...

Πίναμε τσίπουρο με κρόκο Κοζάνης χτες. "Εινθ' κο μας" είπε ο μαγαζάτορας και μου εξήγησες ότι δεν μπέρδεψε την γλώσσα του όπως νόμιζα. Ήρθε και μας τσούγκρισε τα ποτήρια κερνώντας μας μια ρακί μόλις κάτσαμε...Σιδηροδρομικές ράγες και κίτρινα πρόβατα να κάνουν επέλαση πάνω τους...Χτες το τσίπουρο ήταν φοβερό αλλά δεν είχε καμία επίδραση. Λες να ήταν ο κρόκος Κοζάνης που το αφόπλιζε; Ίσος να ήταν και η επόμενη μέρα που μας βάραινε.. Σήμερα, που θα έφευγα. Θυμάμαι πόσο πολύ έβρεχε χτες και πόσο κρύο έκανε. Θυμάμαι πόσο χαρούμενος ήμουν που ακουμπούσες πάνω μου καθώς περπατούσαμε στα βρεγμένα πεζοδρόμια. Ήμουν ντυμένος και με τα 3 τζάκετ που είχα μαζί μου. Ήρθα στο τέλος του καλοκαιριού και φεύγω μέσα χειμώνα. Δεν υπήρξε Φθινόπωρο ανάμεσά τους...

Μουσική πλέον δεν χρειάζομαι στα ταξίδια. Σκέφτομαι σενάρια σε διαφορετικές πτυχώσεις της πραγματικότητας και απολαμβάνω το τοπίο, όποιο κι αν είναι αυτό. Καπνοί στροβιλίζονται στον αέρα μακριά μας. Η υγρασία και το βάρος της ατμόσφαιρας τους κάνουν συμπαγείς σαν σύννεφα που γεννιούνται στην γη και ανεβαίνουν ψηλά να συναντήσουν τους ομοίους τους. Τώρα όλη η πλαγιά γεμίζει από διάσπαρτες εστίες που καπνογονούν, όπως και στο 6ο από τα 7 όνειρα του Κουροσάβα. "Μα, τί καίνε απόψε;;" σκέφτομαι. "Γέμισε η πόλη αγάπη" που λέει και το άσμα. Γέμισαν όλες οι καφεκίτρινες πεδιάδες με καπνό...ή μήπως με ομίχλη;..ή με αγάπη;..με αγάπη για όσους τις κοιτάζουν...;

Ταξιδεύω πολύ τελευταία και έχω κουραστεί να νοιώθω ότι δεν έχω σπίτι. Νοιώθω κουρασμένος επειδή πραγματικά τώρα δεν έχω σπίτι. Με φιλοξενούν οι γονείς μου, οι γονείς σου, εσείς όλοι, και σας ευχαριστώ...Θολωμένα χωριά στην ομίχλη...Κατανοώ ακόμα καλύτερα την διαφορά στις λέξεις "home" και "house" που εύστοχα ξεχωρίζουν οι "φίλοι" μας οι Άγγλοι.

Κοιτάζω έξω απ'το παράθυρο και βλέπω...Βλέπω έναν πατέρα να παίζει με τον μικρό του γιο και την μικρότερη κόρη του σε ένα κατάμαυρο χωράφι δίπλα στο σπίτι τους. Από την θαλπωρή της θέσης μου, βλέπω 3 σκύλους να τρέχουν και τα χνώτα τους να γίνονται σύννεφα αμέσως μόλις έρθουν σε επαφή με τον παγωμένο αέρα. Βλέπω μια κατακόκκινη καλύβα, στραβοφτιαγμένη, ετοιμόρροπη, μικρή, θλιμμένη, στο κέντρο ενός άδειου και σκουρόχρωμου χωραφιού. Ακουμπισμένος στο πλάι της, καθισμένος κάτω, ένας γέρος με γκρι γένια που ακουμπούν πάνω στο χοντρό μπουφάν του...Θλιμμένος, μικρός, ετοιμόρροπος, στραβοφτιαγμένος.

Καθώς πάμε προς Αθήνα ο καιρός φαίνεται να φτιάχνει. Μου κάνει εντύπωση πόσο γρήγορα άλλαξε το περιβάλλον. Ο ήλιος σιγά σιγά δυναμώνει και όλο ζωντανεύουν τα χρώματα γύρο μας. Οι εργάτες που φτιάχνουν το δρόμο ξεκουράζονται τώρα κάτω από την σκιά μιας μεγάλης πινακίδας. Τα δέντρα έγιναν πράσινα ξανά και τα νερά σκούρα μπλε. Παρατήρησα έναν άνθρωπο να ψαρεύει σκεπασμένος από τα πελώρια δέντρα, καθισμένος στην κατηφόρα του δάσους που καταλήγει στη λίμνη(;). Ένοιωσα καλύτερα και έκλεισα τα μάτια μου για να ξεκουραστούν από τον ήλιο. Ποτέ δεν μπορώ να κοιμηθώ στα ταξίδια. Νοιώθω ότι έτσι θα χάσω το καλύτερο μέρος τους και η παρακολούθηση της μετάβασης με κάνει να εγκλιματίζομαι καλύτερα στο νέο μέρος.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009



Η απόλυτη ησυχία

και γεωμετρικά σχήματα να περνάνε μπροστά μου

σαν αριθμοί

σαν τις σταγόνες της βροχής

που ποτέ δεν επαναλαμβάνονται αλλά μοιάζουν τόσο πολύ

μοιάζουν σα σταγόνες νερό

και καθορίζονται από το δοχείο που τις περιβάλει

οι ψυχές μας...

κατοικούν μέσα στο δοχείο που μας περιβάλει

ο σφυγμός μας

δίνει ζωή σε όλα αυτά που μας ορίζουν

όπως φανταζόμαστε τον εαυτό μας να υφίσταται στο κενό...του διαστήματος

μέσα στο κενό

Στις απαρχές της ζωής και στην έννοια του χρόνου

πολεμάμε να νικήσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό

Να τον κατανοήσουμε

Μέσα από σπινθηρισμούς της πραγματικότητας

εντυπωσιασμένοι, νομίζουμε ότι είδαμε κάτι παραπάνω από την φαντασία μας

και τρέχουμε να το πούμε σε αυτούς που αγαπάμε πρώτα

Γιατί νομίζουμε ότι η αλήθεια και το ψέμα έχουν μεγάλη διαφορά

Γιατί μας αρέσει να κοιτάμε τ' άστρα ακόμα κι αν ξέρουμε ότι δεν θα τα δούμε ποτέ

Γιατί μας αρέσουν οι ιριδισμοί που φαίνονται στα μάτια μας, όταν ονειρευόμαστε μέσα στο σκοτάδι

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Μανιτάρια σε "πάρτι" ...


Είχε βρέξει πρίν πάμε. Για πιό λόγο όμως είχαμε παει στο σπίτι αυτού του παιδιου; Δεν θυμάμαι ακριβώς γιατί. Ήταν φίλος της Ελένης και αυτη μας κάλεσε να πάμε. Δεν ήταν γενέθλια ή γιορτή ή κάτι άλλο...πάντως είχαμε μαζευτεί εκεί για...να κάνουμε πάρτι...για κάποιο λόγο. Ο Κάφκα θα το περιέγραφε καλύτερα μάλλον...Τα πράγματα που γίνονταν εκείνη τη νύχτα, μου φαίνονταν σαν να είχαν κάτι από την ονειρική γραφή του. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αιτία που βρισκόμασταν στο σπίτι του Παναγιώτη (έτσι νομίζω τον έλεγαν), αλλά δεν υπήρχε και κανένας λόγος για να μην είμαστε εκεί.

Μπαίνοντας στο σπίτι παρατηρήσαμε ότι είχε λιγότερο φώς από τον διάδρομο της πολυκατοικίας. Περιμέναμε για μια στιγμή και οι τρείς μας στην είσοδο, επειδή αυτός που μας άνοιξε χάθηκε αμέσως στο σκοτάδι του σπιτιού και δεν μπορέσαμε να δούμε προς τα που ακριβώς πήγε. Μετά ήρθε ο Παναγιώτης (ας τον λέμε έτσι, ε;) που μας καλωσόρισε και για κάποιο λόγο μας πήρε να μας δειξει αμέσως τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού, στο σκοτάδι... Την κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιό του, στο οποίο υπήρχε μια υποψία φωτός που ερχόταν πίσω από κάτι που έμοιαζε με Αφρικανική ασπίδα, η οποία ήταν κρεμασμένη στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του. Ήταν οβάλ σχήματος και είχε πράσινα, κόκκινα και κίτρινα γεωμετρικά σχήματα επάνω της, ενώ ο κρυφός φωτισμός, από πίσω της, ήταν μπλε. Αυτό ήταν και το μόνο πράγμα που παρατηρήσαμε στο σκοτάδι των δωματίων.

Υποκριθήκαμε πως είδαμε τα δωμάτια και στη συνέχεια πήγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι όπου συναντήσαμε άλλα 5-6 άτομα. Χαιρετηθήκαμε στα σκοτεινά και καθίσαμε σε ένα άλλο κρεβάτι που βρισκόταν σε μια γωνία του αρκετά ευρύχωρου σαλονιού. Οδηγηθήκαμε εκεί σχεδόν ενστικτωδώς καθώς ήταν το μόνο σημείο, εκτός της μπαλκονόπορτας, όπου υπήρχε λίγο φώς από ένα πορτατίφ. Η μουσική που προϋπήρχε άρχισε να μας γίνεται αισθητή όταν δυνάμωσε η έντασή της. Δε θυμάμαι τί μουσική ακούγαμε αλλά μου έκανε εντύπωση οτι ήμασταν καμιά δεκαριά άτομα σε ένα σχετικά μικρό δωμάτιο και δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε χωρίς να φωνάζουμε.

Γνωρίσαμε μια κοπέλα που καθόταν και αυτή πάνω στο κρεβάτι. Από τα πρώτα πράγματα που μας ρώτησαν οι φίλοι της, που βρίσκονταν δίπλα μας, ήταν για το πόσο χρονών την κάνουμε. Αυτή γελούσε με έναν ιδιαίτερα χαζό τρόπο και περίμενε να απαντήσουμε. Όλοι εκεί ήμασταν γύρο στα 20 με 25. Την κοίταξα με νόημα και της είπα :"εεε...είσαι γύρο στα δεκααα....". "Ναιαι!! Είδες, είδες...!!" έσπευσαν να απαντήσουν οι φίλες και οι φίλοι της. Αυτή άρχισε να γελάει ακόμα πιο χαζά. "Της το λέγαμε οτι μοιάζει μικρότερη από την ηλικία της...". Η τύπισσα έμοιαζε 30. "Είναι 29 χρονών" μας κάνει μια φίλη της.

Μάλιστα...

Το "πάρτι" συνεχιζόταν με την μουσική στην διαπασών και εμάς να φωνάζουμε συζητώντας σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Σε κάποια φάση είχα μετακινηθεί σε μια καρέκλα και προσπαθούσα να συζητήσω με κάτι φίλους του Παναγιώτη. Αρχικά ρωτούσα τον ένα κάποια πράγματα που φαίνεται πως δεν τον ενδιέφεραν καθόλου γιατί μου απαντούσε μονολεκτικά και κάπως φοβισμένα. Είχα αλλάξει στην κουβέντα καμιά δεκαριά θέματα μήπως και τον πετύχω πουθενά. Τελικά κάπως ανέφερα την λέξη "μανιτάρια". Μόλις την άκουσε όρθωσε την πλάτη του και με ρώτησε αν μου αρέσουν τα μανιτάρια. Του απάντησα θετικά. Από εκεί και πέρα το παλικάρι με είχε πάρει μονότερμα και με ενημέρωνε για οτιδήποτε είχε σχέση με τα μανιτάρια. Μου έλεγε οτι πήγαινε και μάζευε μανιτάρια με τον πατέρα του στο δάσος και οτι τα μανιτάρια είναι η καλύτερη τροφή για τον άνθρωπο και ξέρει και τα "μαγικά μανιτάρια" (παραισθησιογόνο ναρκωτικό) και τα διάφορα είδη μανιταριών. Ήξερε να ξεχωρίζει τα δηλητηριώδη από τα μη, και γνώριζε πάρα πολλούς τρόπους μαγειρέματός τους. Μου έλεγε για κάποια κόκκινα μανιτάρια που τα αποξυραίνει και τα κάνει σούπα μετά και είναι πεντανόστιμα. Γνώριζε και τις λατινικές ονομασίες από πολλά μανιτάρια και σε ποιό είδος ανήκει το καθένα! Στο τέλος, εκεί που έμεινα μαλάκας, ήταν όταν πήγε και έφερε από το μπουφάν του ένα "μανιταρολόγιο"(εγώ το ονομάζω έτσι). Ήταν ένα σημειωματάριο με δικές του ζωγραφιές μανιταριών και σημειώσεις που είχε κρατήσει για το κάθε είδος...

Στη συνέχεια ήρθε ένα άλλο παιδί και αρχίσαμε να συζητάμε και οι τρείς μας για ταινίες. Ο μανιταρολόγος επέμενε πεισματικά να μας αναλύσει ποιές είναι οι καλύτερες ταινίες. "Λοιπόν η καλύτερη ταινία είναι...χμμμ...όχι, όχι...πρώτη είναι η μύγα του Κρόνεμπεργκ...". Προσπαθούσε να στοιχειοθετήσει στο μυαλό του της ταινίες. Εγώ δεν του έφερνα αντιρρήσεις σε αυτά που έλεγε. Επέμενε έντονα να δω αυτές της ταινίες και μάλιστα σε συγκεκριμένη σειρά. "Πρέπει να σου τις γράψω κάπου για να μη τις ξεχάσεις". Τότε βγάζει μια χαρτοπετσέτα(!!) που είχε στη τσέπη του, βρίσκει ένα στυλό και μου γράφει πρόχειρα πάνω της μια λίστα με καμιά εικοσαριά ταινίες. Πράγματι θυμάμαι, πρώτη ήταν η μύγα του Κρόνεμπεργκ. Οι υπόλοιπες ήταν κάτι ταινίες με ζόμπια και φραγκεστάϊνδες. Μου έδωσε τη χαρτοπετσέτα, η οποία θα μπορούσε να είναι ένα cult κειμήλιο αν δεν την είχα πετάξει την επόμενη μέρα.

Κατά τις 2μισή το βράδυ η μουσική συνέχιζε να παίζει στην διαπασών. Παρόλα αυτά ακούσαμε από το μπαλκόνι κάτι σα μουγκρητό και δυνατές φωνές μετά. Το δίπλα μπαλκόνι δεν απείχε ούτε ένα μέτρο από το μπαλκόνι του σπιτιού που βρισκόμασταν. Είδαμε τα παραθυρόφυλλα απέναντι να ανοίγουν με θόρυβο και να ξεπροβάλει ένας ιδιαίτερα "εύσωμος" άνδρας με την κοιλιά του να προηγείται. Ήταν γυμνός από την μέση και πάνω και φορούσε ένα μεγάλο άσπρο σώβρακο που σε μερικούς θύμιζε φουστανέλα. Άρχισε να φωνάζει έντονα και να λέει να χαμηλώσουμε την μουσική γιατί αλλιώς θα πάρει τηλέφωνο την αστυνομία. Ο Παναγιώτης προσπαθούσε να τον καθησυχάσει λέγοντάς του: Σας ξυπνήσαμε εε; Συγνώμη...Ο άλλος δεν σταματούσε να φωνάζει και να απειλεί ακόμα και όταν ο Παναγιώτης έκλεινε τα δικά μας παραθυρόφυλλα χωρίς να του δίνει σημασία. Αυτό ήταν όλο κι όλο που κάναμε. Κλείσαμε τα παραθυρόφυλλα. Κανείς δεν χαμήλωσε την μουσική και το "πάρτι" συνεχίστηκε σαν να μην είχε γίνει τίποτα.

Έτσι που λέτε...Το "πάρτι" συνεχιζόταν με την ίδια ένταση στην μουσική και με ακόμα περισσότερο σκοτάδι, όταν φεύγαμε κατά τις 3...Δεν καθίσαμε να δούμε αν θα ερχόταν πραγματικά η αστυνομία. Πλάκα θα είχε αν καθόμασταν. Θα είχα να σας πω κι' άλλα, ίσος περισσότερο ενδιαφέροντα...

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Ζωή σε Fast Forward


Ακούω τα τραγούδια που άκουγα μικρός. Ακούω τον εαυτό μου να τα τραγουδάει τότε. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μας να γεμίζουν το δωμάτιο. ( "στέκομαι στη πόρτα σου μπροστά, και διαβάζω ένα μήνυμα γραμμένο με μαχαίρι, ότι έπρεπε να φύγουμε ξανά, ότι τώρα διασχίζουν το μεγάλο μεσημέρι και τη πιο παραμυθένια αμμουδιά πέρα από τα πέρατα, πέρα από τα πέρα μέρη..."). Οι δίσκοι τελειώνουν πιο γρήγορα από ποτέ. Ο χρόνος φαίνεται να τελειώνει πιό γρήγορα, να επιταχύνει.

Η ησυχία μετά, μου αρέσει. Μου θυμίζει το γρασίδι πάνω στο οποίο έπαιζα μικρός. Τότε οι καλαμιές, πίσω από το σπίτι μου, θρόιζαν το μεσημέρι του καλοκαιριού. Και πηγαίναμε στην εκκλησία τις ηλιόλουστες Κυριακές μόνο. Ο ήλιος είχε τέτοια δύναμη...Γέμιζε τη καρδιά μου ζωή και ελπίδες. ( "δε θα συγκρίνω φως, με το σκοτάδι, ούτε λευκό αμνό, με λύκο μαύρο...μονάχα εχουν περάσει 1000 χρόνια").

Κάθομαι, όπως και τότε, στο δωμάτιό μου που με ορίζει πιο ξεκάθαρα λόγο της μικρής του έκτασης. Και νοιώθω να μου λείπουν όλα, από όταν μπορούσα να κάθομαι στο κρεβάτι ξαπλωμένος και να αφουγκράζομαι τον δρόμο και τις καλαμιές...και μου λείπουν οι συνάξεις μας στο υπόγειο και τα ματωμένα μας δάχτυλα και οι βόλτες μας και τα αγχη μας εκείνα τα χρόνια, που τώρα θυμίζουν ευχαρίστηση, ικανοποίηση, και μυρίζουν ναφθαλίνη μέσα στην ντουλάπα που τα αφήσαμε. (...σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε...βάλτε να πιούμε!). Και τα πρώτα μεθύσια μας , για την αποκατάσταση της νύχτας...Θυμάμαι, σαν συναίσθημα πιο πολύ και όχι σαν εικόνα, την μέρα, όταν μας είπαν από την τηλεόραση για το πού θα φύγει ο καθένας μας. Καθόμασταν στο σπίτι του Θάνου και εκείνη τη στιγμή, τότε ακριβώς κατάλαβα για πρώτη φορά οτι σας αγαπώ. Εκείνη τη στιγμή που φοβόμουν οτι τελείωσε αυτός ο κύκλος. Κρατούσαμε ο ένας την καρδιά του άλλου στα χέρια μας και προσμέναμε να φύγουμε μακριά... Και πρώτα από αυτό, στο Φαλιράκι...να ξεπλένουμε με ποτό τις αγωνίες μας και τα κουρασμένα αισθήματά μας. Και που πήγα στο τέλος να ανέβω στην μηχανή του Άγγελου και βγήκα από την άλλη μεριά (είχα πιεί τόσο που δεν μπορούσα να ισορροπήσω πάνω της) και φυσικά τα τραγούδια που λέγαμε εκείνη τη νύχτα ανάμεσα σε ξένους... αλλά και γνωστούς.

Μετά όταν σε γνώρισα...Νομίζω ήμουν θλιμμένος όταν σε γνώρισα...Δε ξέρω γιατί. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Οι μπόρες είχαν περάσει πριν χρόνια...Ίσος έτσι να είχα μάθει να είμαι. Μετατρέπεις τη θλίψη σε χαρά ακόμα και σήμερα. Μακριά τώρα, αλλά και τόσο κοντά... τόσο κοντά που οι καρδιές μας είναι ένα πια. Θυμάμαι το "Αυγό" που περνούσαμε εκεί όλη την νύχτα μας, πολλές νύχτες, σε σκοτάδι ποτισμένο με τις πιό όμορφες μουσικές που ξέραμε τότε στα μαγαζιά. Και τους ζαλισμένους μας χορούς στο Mod's,με ένα ποτό στο χέρι και τσιγάρα ξένων να αφήνουν τρύπες πάνω στα ρούχα μας...Τους μήνες και τα χρόνια, που περάσαμε σπίτι σου κάνοντας έρωτα χωρίς να μας αγγίζει τίποτα γύρο μας. Πίναμε για πρώτη φορά από το πιο γλυκό νέκταρ της ζωής και δεν θέλαμε να βγάλουμε τις γλώσσες μας από μέσα. Ρουφούσαμε τη ζωή την ίδια, την καταβροχθίζαμε σα πεινασμένοι λύκοι... που γλύφουν μετά ο ένας τις πληγές του άλλου, μέσα στο χιονισμένο δάσος της ζωής...και κοιτιούνται στα μάτια και προσπαθούν να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλο όσο καλύτερα μπορούν. Γιατί η ζωή και η αγάπη είναι όμορφες και αγαπάω τόσο πολύ όλα τα ψεγάδια σου. Τα αγαπάω γιατί είναι δικά σου, είναι δικά μας ψεγάδια, που μας καθορίζουν και μας σημαδεύουν απέναντι στους υπόλοιπους. Τα αγαπάω γιατί δεν μπορώ να τα δώ ούτε καν να τα νοιώσω. Θυμάμαι τις τρύπες που κάναμε στα αυτιά μας και αυτές που καλύπταμε στις ψυχές μας. Τα σαστισμένα μας βλέμματα όταν καταλαβαίναμε πόσο αγαπάμε τη ζωή μας μαζί.

Και έχω τόσες φωτογραφίες να κοιτάζω τώρα...Τόσες πολλές...

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

κλίκκ


Ξεκινάει ο χειμώνας όπως κάθε χρόνο...Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός είχα παρατηρήσει ότι δύο συνεχόμενες χρονιές έβρεχε την 1η Σεπτεμβρίου. Έτσι είχα την εντύπωση ότι την 1η Σεπτεμβρίου βρέχει...κάθε χρόνο. Την επόμενη χρονιά είχα καθίσει στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και περίμενα. Ήταν απόγευμα και εγώ περίμενα να αρχίσει να βρέχει...και πράγματι και για 3η χρονιά έβρεξε. (Μετά όμως μεγάλωσα και έμαθα...Έμαθα ότι δε πρέπει να πιστεύουμε σε τέτοια πράγματα, ότι πρέπει να είμαστε λογικοί και σοβαροί και να μη παρασυρόμαστε από παρορμήσεις και αστήρικτες υποθέσεις γιατί στο τέλος μπορεί να μην πάνε τα πράγματα όπως θέλουμε και να στεναχωρηθούμε!! Δεν είναι απίστευτα ξενερωτικό να μαθαίνεις ότι δεν υπάρχει "μαγεία" στον κόσμο και οτι τα περισσότερα πράγματα εξηγούνται με κάποιον ενοχλητικό, τις περισσότερες φορές, τρόπο; Θα μου πεις τώρα...και τί θες ρε φίλε; να μην μαθαίνουμε πως λειτουργούν τα πράγματα γύρω μας; Και εγώ θα σου απαντήσω οτι: ναι, ναι, φυσικά και να μαθαίνουμε, απλά λέω ότι είναι ξενερωτικό...). Η μυρωδιά της βροχής είναι κάτι που μπορεί και με κάνει να νοιώθω ελεύθερος για κάποιο λόγο. Με κάνει να θέλω να βγω έξω και να εισπνεύσω μέσα μου όλη την αίσθηση της βροχή, όλη της την δύναμη, όλη της την ομορφιά! Η μυρωδιά αυτή...προέρχεται από όλα τα συστατικά που συνθέτουν την ύπαρξη! Είναι η μυρωδιά του κόσμου που θα θέλαμε να ζούμε!

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Σταμάτα να τρέμεις!!


("Σταμάτα να τρέμεις!!"). Με κοίταζες με τα μεγάλα μαύρα μάτια σου και καταλάβαινα οτι δεν με έβλεπες. Ξωτικά χόρευαν γύρω σου ένα εμπύρετο, τρελό χορό φόβου και ανασφάλειας. Ότι και να λέγαμε ποτέ δεν έφτανε... όπου και να ήμασταν ποτέ δεν ήταν αρκετό για να ξεχάσεις. Πάντα όλες οι σκέψεις σου είχαν το ίδιο χρώμα την ίδια γαμημένη απόχρωση. Το χρώμα αυτό, η σκέψη αυτή, λέκιαζε τα πάντα μέσα σου. Οριοθετούσε όλες σου τις σκέψεις, την ίδια την ύπαρξή σου.

Ερχόσουν συνήθως αργά το βράδυ να κάτσεις μαζί μας και μερικές φορές είχαμε σηκωθεί από το κρεβάτι για να σου ανοίξουμε. Απελπισμένη να μιλήσεις σε κάποιον... Σε ρωτούσαμε πώς πέρασες τη μέρα σου και εσύ πάντα μας απαντούσες "κόκκινο, δεν υπάρχει κάτι άλλο τώρα...". ("Σταμάτα να τρέμεις!! Σταμάτα τώρα!!"). Καθόμασταν στο τραπέζι και τα δάκτυλά σου σάλευαν πάνω του σα να προσπαθούσαν να αρπάξουν τις σκέψεις που έβγαιναν κάτω απ'τη ζακέτα σου και να τις κρύψουν βαθιά μέσα σου. Αλλά πάντα νικούσαν αυτές, ξεχύνονταν μπερδεμένες, άγαρμπες και παραμορφωμένες πάνω στο τραπέζι και όσο περισσότερες έβγαιναν τόσο περισσότερο, άλλες πιό μύχιες και ατέρμονες, γεννιόνταν μέσα σου και ανυπομονούσαν να βγουν.

Μερικές φορές έμενες σιωπηλή και στα μάτια σου καθρεπτίζονταν κόκκινες σκέψεις, κόκκινα σχεδιαγράμματα, κόκκινες σιωπές. Με τρόμαζαν τα μάτια σου τότε... Σκεφτόσουν σενάρια σε μια παράλληλη πραγματικότητα, από τα οποία, τα λιγότερο αλλόκοτα, αργότερα μάθαμε οτι δεν ήταν τόσο αλλόκοτα όσο νομίζαμε τότε. Σε ρωτούσαμε κάτι για να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο σκέψεων αλλά εσύ μας τραβούσες με μανία ξανά εκεί στον ίδιο λάκκο με φοβίες και παράτολμους μύθους λες και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να πουμε, λες και αυτό ήταν το κέντρο του σύμπαντος.

Λεπτεπίλεπτα και μακριά, με το αιώνιο τσιγάρο στερεωμένο ανάμεσά τους, τα δάκτυλά σου έτρεμαν. Μερικές φορές έτρεμες ολόκληρη...Δεν άντεχα να σε βλέπω να τρέμεις...Η καρδιά μου πάλευε να ελευθερωθεί από το χέρι που την είχε αρπάξει όταν σε έβλεπα έτσι. Με όλη τη δύναμη της σκέψης μου προσπαθούσα να σε κάνω να σταματήσεις ("Σε παρακαλώ..! Σταμάτα να τρέμεις! Πες μου τί θέλεις για να σταματήσεις!!"). Αλλά δεν ήξερα τί έπρεπε να κάνω. Ακόμα δε ξέρω... Μου μιλούσες λες και σου έκρυβα κάτι, λες και γνώριζα περισσότερα και δεν στα έλεγα... Πολλές φορές δε καταλάβαινα καν τι έλεγες, αλλά εσύ μιλούσες σαν να γνωρίζαμε και οι δύο ακριβώς τι είχε γίνει και το πώς ένοιωθες.

Άρχισα να αναρωτιέμαι αν είσαι μαζί μας πραγματικά, αναρωτιόμουν πόσο κοντά μας είσαι και εμείς πόσο κοντά είμαστε σε αυτό που ζεις. Έψαχνα σημάδια που να μου δείχνουν από ποιά μεριά είσαι. Αν είσαι μαζί μας ακόμα ή όχι...Ποιός τελικά καθορίζει αυτή τη γραμμή; Υπάρχουν συγκεκριμένες συμπεριφορές που μας χαρακτηρίζουν; Στην τόσο τρελή και αλλοπρόσαλλη κοινωνία που ζούμε ποιός μπορεί να καθορίσει τα όρια αυτά; Μερικές φορές έπιανα τον εαυτό μου να εύχεται να ήμασταν εμείς (εγώ, πιο συγκεκριμένα) που υπερβάλουμε... Κοίταζα τα χέρια σου που έτρεμαν και τα μάτια σου που γίνονταν όλο και πιο υγρά όσο περνούσε ο καιρός, και κατέληξα οτι δεν θέλω να υπάρχει τέτοιο όριο...

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Δεδομένα ημερολογίου













  • Κανονίσαμε να βρεθούμε έξω από το ψυχιατρείο.
  • Έριξες την ιδέα να πάμε στου Μπόγιαν για κρασί.
  • Στο δρόμο σου έλεγα για τον πατέρα μου.
  • Περάσαμε μπροστά από μια σύναξη των μαρτύρων του ιεχωβά που μόλις είχε τελειώσει.
  • Όλοι φορούσαν άσπρα κουστούμια.
  • Εμείς φορούσαμε μαύρα ρούχα, και σίγουρα δεν ήταν κουστούμια
  • Περάσαμε από μια όμορφη περιοχή της πόλης και σου είπα ότι εδώ μένει ο παππούς μου.
  • Περάσαμε έξω από το σπίτι του παππού μου και σου είπα ότι εδώ μένει ο παππούς μου
  • Παρακάτω συναντήσαμε τον παππού και τη γιαγιά μου να γυρίζουν από την βόλτα τους.
  • Οι παππούδες μου συνήθως γυρίζουν σπίτι από τις 8.
  • Η ώρα ήταν 10
  • Μας εξήγησαν ότι έπεσαν τα κλειδιά του παππού μου καθώς έφευγαν από εκεί που κάθονταν, γύρισαν για να τα βρουν και τώρα πάνε σπίτι.
  • Φτάσαμε στον Μπόγιαν σχετικά γρήγορα, και καθίσαμε.
  • Το μαγαζί ήταν άδειο.
  • Το δίπλα μαγαζί ήταν γεμάτο.
  • Ο Μπόγιαν και η οικογένειά του κατάγονται από τη Σερβία.
  • Έκατσε μαζί μας,
  • ήπιαμε λευκό κρασί και φάγαμε μανιτάρια και μπιφτέκι με τυροκαυτερή.
  • Ευθυμήσαμε
  • Γελάσαμε
  • Ήπιαμε
  • Είπαμε ιστορίες
  • Μας είπε για το μακρινό χωριό που επισκέφτηκε με τη μηχανή του και για το γλέντι που έκαναν εκεί.
  • Ήπιαμε
  • Μας έδειξε φωτογραφίες από το laptop
  • Μετά μας πρότεινε να δούμε την αρχή του “Bruno” (ταινία)
  • Είδαμε όλη τη ταινία
  • Γελάσαμε και σοκαριστήκαμε
  • Η ώρα πήγε 2
  • Φύγαμε
  • Στο δρόμο μου έλεγες για άκυρα σκηνικά από την φοιτητική σου ζωή στη Κρήτη
  • Μου είπες για το σπίτι σου και για το ποιοι έρχονταν να μείνουν εκεί
  • Για το βράδυ που καλέσατε πνεύματα και μετά φυγαδέψατε τους «καταζητούμενους»
  • ...Για το πώς αλλάζει μια μέρα από τη μια στιγμή στην άλλη
  • Πήραμε τον μακρύτερο δρόμο προς το σπίτι
  • Μου είπες για την κοπελιά που γύριζε τον κόσμο με τον σκύλο της τον Stinky και για το μαχαίρι που κρατούσε δίπλα στην καρδιά της
  • Σου είπα για τα μεθύσια στην Αθήνα και στη Πάτρα
  • Σου είπα για τοτε που γυρίσαμε σπίτι μεθυσμένοι και δε βρήκαμε το φίδι στο κλουβί του
  • και για όταν βγαίναμε στην πλατεία μεθυσμένοι φορώντας πουκάμισα με τα μανίκια δεμένα στην πλάτη, σέρνοντας μαζί μας λούτρινα γατάκια
  • Προσγειωθήκαμε και χαιρετηθήκαμε λίγο πιο κάτω από τα λύκεια, στο γνωστό σημείο
  • Ήταν πλέον ξημερώματα της Δευτέρας 17 Αυγούστου

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Ζούμε σε χρόνο παρελθόντα














Ζούμε σε χρόνο παρελθόντα. Τη νιότη, τα πρασινοκίτρινα μάτια μας και τα ξεχασμένα χαμόγελά μας. Έρχονται στιγμές που τραγουδάμε καθώς ονειρευόμαστε, που κοιμόμαστε με ένα χαμόγελο και την γλυκιά γεύση του φιλιού, στα χείλη. Κλειστά τα μάτια μας και όμως ζωγραφίζουν πάνω μας τα πιο όμορφα τοπία με εσένα μέσα να κρατάς στα χέρια σου το ποτήρι με το κρασί που λυγίζει τα χείλη μας προς τα πάνω, που αφήνει τη ψύχη μας να καταλαγιάσει και να κατακαθίσει η σκόνη για να δούμε πιο καθαρά τον ήλιο ή τ’αστέρια σου.

Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός και ο πιο ακριβός. Ο χρόνος που δεν έχουμε καταλάβει ακόμα τι ακριβώς είναι… Κάποιος μου ’λεγε ότι ο χρόνος είναι η έκφραση του φωτός σαν πύρινο στεφάνι πάνω απ’τη μορφή μας. Ένας αιώνιος κύκλος με στιγμιαίες λάμψεις από τα πρόσωπα όσων αγαπήσαμε και όσους δεν τους πήρε μαζί του καθώς έφευγε, για να ξαναγυρίσει και να ξαναφύγει γεμάτος νέα πρόσωπα, νέες μνήμες.

Σε σκονισμένα μάρμαρα με την διαλεκτική του τώρα και με λέξεις που πολλές φορές ξαφνιάζουν και εμάς τους ίδιους, δείχνουμε τα πρόσωπά μας ο ένας στον άλλο, φωτίζουμε χωρίς να ντρεπόμαστε μια χαραμάδα από την ψυχή μας. Ξεγελάσαμε το χρόνο και μείναμε ίδιοι βαθιά μέσα μας, έτσι ώστε να αναγνωρίζουμε ενστικτωδώς ο ένας τον άλλον παρόλα τα σημάδια και τις ουλές. Παρόλο που τα μάτια μας έχουν πλέον πολυκαιρισμένα βλέμματα με εκφράσεις απόγνωσης.

Ναι… απόγνωσης, γιατί βλέπουν την αυλή μας να μην είναι όπως την φανταζόμασταν. Βλέπουν κάθε ίχνος ομορφιάς και ελπίδας να αποστεώνεται, να σέπεται και να κατακρίνεται, γιατί σε όλους τους υπόλοιπους δεν τους αρέσει η ελευθερία, γιατί όλοι οι υπόλοιποι μισούν την ελευθερία. Θέλουν να έχουν ένα άγρυπνο μάτι πάνω από το κεφάλι τους να τους καθορίζει τί πρέπει να κάνουν, για να μην έχουν συνέπειες, για να μη σκέπτονται και να μη φοβούνται, για να φταίει πάντα κάποιος άλλος και κάποιος άλλος να κανονίζει γι’αυτούς, γιατί ότι είναι γραπτό να γίνει θα γίνει… Μίζερα, στραβά μάτια με ασθενικές υποκλίσεις να καταπατούν την ίδια τους την ύπαρξη, να φοβούνται να ζήσουν, να φοβούνται την άποψή τους αν δε μοιάζει με την κοινή. Φοβισμένοι και παθητικοί με καταπιεσμένες επιθυμίες θα προσφέρουν θυσία όλη τους τη ζωή στον άρχοντα χρόνο γιατί δεν ξέρουν πώς να την χειριστούν, δε ξέρουν τί να την κάνουν.

Μας ζητάει τα πάντα ο χρόνος. Θέλει να τραφεί από τις όμορφες στιγμές μας και μέσα από τα δάκτυλα μας να τις πάρει μακριά σαν άνεμος που σκορπίζει την άμμο. Μας προσφέρει χαλαρότητα και ηττοπάθεια και το μόνο που ζητάει είναι στιγμές αντίθεσης, στιγμές διαφορετικότητας και κούρασης που τελικά συνθέτουν το πρωτόλειο νόημα της ζωής, που χωρίς αυτές κάνουμε ασθενικές και δουλοπρεπείς υποκλίσεις στον άρχοντα χρόνο αλλά και στο θάνατο μαζί.

Η κούραση απ’τα μάτια μας δε φεύγει ποτέ και συνεχίζουμε γιατί έχει ο καθένας την δικιά του θάλασσα να διασχίσει. Θέλουμε να δούμε νέα ονόματα να σημειώνονται πάνω μας και να μας δίνουν αγάπη για να συνεχίζουμε. Να μας δίνουν, όπως εσύ για μένα, το άρωμα και τη γεύση της ζωής, να μας δίνουν να γευόμαστε κάθε πρωί το φώς προς το οποίο πορευόμαστε όταν η αυλή μας είναι σκοτεινή και την αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι σε αυτό το σκοτάδι, που ζητάει να γεμίσει τη καρδιά μας.
16/8/09

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

29/7/09




Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί μου αρέσει τόσο πολύ να πίνω;;; Γιατί ρε Κώστα; Βασίλη; Νατάσσα; Μακάρι να πίναμε όλοι μαζί σα τρελοί και να μη νοιώθαμε τίποτα στο τέλος! Να νοιώθαμε μόνο ο ένας τον ώμο του άλλου που ακουμπάει πάνω μας, να λειώνουμε κάτω από τόνους αλκοόλ και αδελφικότητας και χαλαρότητας και μισαλλοδοξίας και ξεγνοιασιάς και διακοπών και του ατελείωτου ήλιου και του πανέμορφου τόξου των αστεριών και χαμόγελων και λαμπερών ματιών και…

Πόσο μακριά να είναι τα αστέρια από τις ζωές μας;; Αναρωτιέμαι και κοιτάζω το μαύρο κενό που μας καλύπτει όταν κοιτάμε τα άστρα, και έχουμε πιεί… Σκόνη μέσα σε μαυσωλεία είναι οι ζωές μας, που αν δεν τις προστατεύσουμε χάνονται στον άνεμο και αν τις κρατήσουμε υπερπροστατευμένες δεν έχει αξία να τις κοιτάξει κανείς , δεν έχει σημασία αν υπήρξαμε ποτέ ή όχι, δεν έχει καμία σημασία τι είπαμε καθώς γυρίζαμε με το καράβι από το Βίδο… Έτσι κι’αλλιώς ήδη δε θυμόμαστε…

Εμείς όμως θα θυμόμαστε για πάντα τα κουνέλια και τις πέρδικες (τα Famous Crouse) και όλα τα αστεία και τις φωτογραφίες που τραβήξαμε πριν πέσει ο ήλιος και όλες όσες θα μπορούσαμε να έχουμε τραβήξει, πριν πέσει ο ήλιος. Και προφανώς, μόνο όσοι ήμασταν στο Βίδο σήμερα θα καταλαβαίνουν τι λέω.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

10/7/09




Έ
χω αρχίσει να φρικάρω τελείως! Κάθομαι και περπατάω στα σκοτάδια μέσα στο σπίτι και φρικάρω! Κάθομαι το απόγευμα και βλέπω τηλεόραση μέχρι το βράδυ. Μπουχτίζω από την κενότητα των προβολών και πίνω (votka συνήθως, ρούμι κατα προτίμηση) για να τα βγάλω πέρα. Μετά φοβάμαι οτι θα γίνω σα το πατέρα μου και αρχίζω τη γυμναστική. Νοιώθω το σπίτι να με πλακώνει σα μια φυλακή χωρίς τοίχους, με ανοικτά παράθυρα και τζάμια από τα οποία όμως δε μπορείς να βγείς. Αυτό ακριβώς είναι και το πιο τραγικό της υπόθεσης. Το οτι δεν μπορείς να βγείς γιατί δεν έχεις που να πάς!
Και όταν αποφάσισα μια φορά να βγώ έξω, ήταν σα να είσαι ο απόλυτος παρείσακτος, ο μόνος μόνος του, ο άνθρωπος που δεν του είπαν οτι το καρναβάλι τελείωσε και βγήκε έξω ντυμένος κοκκινοσκουφίτσα.
Και όταν κοιτάς γύρο σου τα βλέπεις όλα απαράλλακτα και ίδια, όπως ήταν πριν 10 χρόνια, αλλα κάτι δε ταιριάζει, κάτι δεν "κολλάει" και έχει τέτοια επίπτωση στην γενική εικόνα που την διαστρεβλώνει και την αλλάζει απόλυτα από από την μια στιγμή στην άλλη. Οι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν πλέον οι άνθρωποι που περίμενες να βρίσκονται σε συγκεκριμένα μέρη. Τα μαυροφορεμένα παιδιά στα σκαλιά, στο σοκάκι δίπλα απο τα Mc Donalts, οι ξανθιές bimbo με τις λαχανί κάλτσες και τις κοντές φούξια φούστες στο in μέρος, οι παππούδες με την βαριά προφορά που έπαιζαν το παιγνίδι με τις τεράστιες σιδερένιες μπίλιες στη Γαρίτσα, να λένε ο ένας στον άλλον οτι είναι αυθεντίες στα πάντα (ωρέ άκουμε που σου λέω, ωρέ!!), οι τύποι που έπαιζαν κρίκετ στο γρασίδι,.. εμείς που οργώναμε την πλατεία λες και την περιπολούσαμε απο της πολλές βόλτες. Ούτε τα παιδάκια είδα να παίζουν στα χορτάρια της πλατείας, ούτε τον τύπο με το μαλλί της γριάς είδα (μπορεί να έτυχε, μπορεί και όχι). Τα μαγαζιά αλλάζουν ονόματα αλλά πάντα τα ίδια μένουν (δυστυχώς).
Ατελείωτες γύρες την έχουμε φέρει την πλατεία και δεν είναι και μικρή...Η μεγαλύτερη των Βαλκανίων λέει..και η πιο όμορφη λέω εγώ χωρίς να ξέρω. Όταν δεν κάναμε βόλτες στη πλατεία ξαπλώναμε στις πολεμίστρες του φρουρίου και κοιτάζαμε τ'αστέρια, κοιτάζαμε το μέλλον μας γραμμένο με την λάμψη τους. Συζητούσαμε και προσπαθούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε τη λάμψη αυτή για να μας φανερώσει τα μυστικά της, να μας φανερώσει τί είναι αλήθεια και τί ψέματα. Η αλήθεια λοιπόν, είναι όλα όσα θέλουμε να πιστεύουμε. Όλα τα άλλα είναι ψέματα και ανακρίβειες..
...Και τη θάλασσα ακούγαμε καμιά φορά από το φρούριο όταν είχε κύμα, και τη μουσική από το μαγαζί δίπλα (πολύ σκοτεινό μαγαζί). Θυμάμαι εκεί να κάνουμε διαγωνισμό ποιός θα πιεί πρώτος το 1 λίτρο μπύρας που μας έφερναν σε ένα τεράστιο ποτήρι. Καθόμασταν πάντα έξω γιατί πηγαίναμε πάντα καλοκαίρι.
Και το πώς γυρίζαμε στα σπίτια μας άλλαξε. Ήταν το χαλαρωτικό, κάπως σαν συμπερασματικό, μέρος της βόλτας. Σα τη σύνοψή της, και σαν τελετουργία. Γυρνούσαμε πάντα από τον ίδιο δρόμο, λέγαμε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα στα ίδια σημεία της διαδρομής και χωρίζαμε τους δρόμους μας πάντα στα ίδια σημεία. Όχι όμως πια

"Καληνύχτα ρεϊϊϊϊ! Τα λέμε αύριο"
"9 πεντοφάναρο;;"

Haiku


8/7/09

Περιμένω...με τα χέρια κλειστά
σε μια κρυφή αγκαλιά (περιμένω)

Περιμένω...με τα μάτια ανοικτά
αλλά και τόσο αδειανά (περιμένω)

Σε ανασαίνω...κάνω τα χνώτα σου
φωτιά. Καταλαβαίνω

και περιμένω...μεχρι να'ρθεί ζωή ξανά

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009


Το ξέρω... το ξέρω. Μερικοί αισθάνονται πεσμένοι όλη τη μέρα, άλλοι δε κοιμούνται τα βράδια, άλλοι δεν τρώνε, κάποιοι έχουν σταματήσει να πηγαίνουν στη δουλειά τους, άλλοι δε μπορούν να κοιμηθούν το μεσημέρι, κάποιοι έχουν αρχίσει να αισθάνονται χρόνιο άγχος κτλ κτλ. Το ξέρω οτι σας έχω παραμελήσει και έχω καιρό να γράψω, αλλά σας παρακαλώ...κάντε υπομονή! Για όλα φταίει η Τελλάς! Δεν μου έχει συνδέσει ακόμα το ιντερνετ!
(Δεν φέρω καμία ευθύνη για τυχών βίαιες επιθέσεις σε καταστήματα της Τελλάς από τους αναγνώστες μου {μη ψάχνεται παιδιά, δεν υπάρχουν τέτοια καταστήματα...}).


Τώρα είμαι στη Κονταριώτισα με ασύρματο ιντερνετ.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Η μοναξιά πάνω στα πέταλα του ήλιου




Το γέρικο σώμα που κρυώνει στο φεγγαρόφωτο





Τα σκυλιά...









...που μας γρυλίζουν γιατί μας αγαπούν





ο ήχος του νερού που διαφέρει από του αίματος





Τα νύχια μεγαλώνουν ακόμα και στους νεκρούς





Τα μάγουλα μας όμως είναι κόκκινα ακόμα





και ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά μας καθώς περνά








χορεύοντας και τραγουδώντας ανέμελος, πάνω στο σώμα μας


Έχει πάντα την πρωταρχική γυναικεία μορφή









Γέρνει και γερνάει ------------------------>(γερνάει και γέρνει)




πάνω στα παλιά ξύλινα έπιπλά μας



Με αρώματα έβενου , λούστρου , παλιού ξύλου και γαρύφαλλου














να χύνονται σα θάλασσες στο βάθος της ψυχής μας

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Σταυροδρόμια





Γιατί έχω ακόμα αυτή την ανάγκη να σας συναντώ, να σας σκέφτομαι, να μιλάμε; Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμα να ηρεμήσω. Γιατί θέλω να σκέφτομαι συνέχεια τα παλιά και να αναπολώ με τις ώρες; Για ποιό λόγο μπορώ και ξεφεύγω τόσο εύκολα όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά; Γιατί παρόλο που γνωρίζω και βλέπω νέους ανθρώπους, φίλους γνωστούς κτλ, δε σας ξεχνάω ποτέ, και τους λέω όλο ιστορίες με εσάς; Γιατί εκθειάζω τόσο πολύ όλα όσα περάσαμε μαζί και όσα περνάω τώρα (εξίσου, αν όχι περισσότερο όμορφα) όλα φαίνονται κάπως ξεθυμασμένα και θολά(υπερβάλω, το ξέρω...); Νοιώθω όπως στο δημοτικό...να θέλω να συνεχίσουμε να παίζουμε τα παλιά παιγνίδια αλλά κανείς άλλος να μη συμφωνεί...να με κοιτάνε όλοι σαν περίεργο τύπο και να μη καταλαβαίνουν για τί τους μιλάω, σαν να περάσαμε ένα όριο πέρα από το οποίο ξεχνιούνται όλα. Σαν να πάθατε όλοι μερική αμνησία...και σαν σίριαλ με κοινά μυστικά όπου οι πρωταγωνιστές δε μιλάνε μεταξύ τους παρά σπάνια, και προσπαθούν ο καθένας με το δικό του τρόπο και μόνος του να συμβάλει στη λύση του προβλήματος. Δε νοιώθω οτι δεν έχω προσπαθήσει να έρθω πιο κοντά. Δε νοιώθω οτι δεν έκανα το πρώτο βήμα. Αλλά είσαστε όλοι μακριά...σαν να μην θέλετε πια να παίξουμε τα παλιά μας παιγνίδια.


Κυρίως όταν είναι απόγευμα και βλέπω τον ήλιο να δύει...Τότε καίγεται μαζί του και η καρδιά μου. Σα να βρισκόμαστε στο τέλος όχι μόνο μιας μέρας αλλά και στο τέλος μιας συνήθειας, στο τέλος του δρόμου που περπατούσαμε δίπλα-δίπλα τόσα χρόνια και τώρα που βράδιασε φτάνουμε σπίτια μας σε λίγο, που μας περιμένουν, με τα αδύναμα φώτα της αυλής και σαν αύριο να φεύγουμε για πάντα και σα να περπατούσαμε μαζί μια αιωνιότητα σήμερα κάτω από το καθαρό φως χωρίς να σκεφτόμαστε οτι αύριο θα φύγουμε και σαν να...Καλά κάναμε και δε το σκεφτόμασταν! Καλά κάναμε και δε μας ένοιαζε!


Θυμάμαι που περπατούσαμε αυτές τις μέρες προς το σπίτι σου, φορτωμένοι με μηχανήματα, κιθάρες κτλ κτλ. θυμάμαι οτι ήταν οι πιο καθαρές μέρες...Ο ουρανός ήταν καθαρός, το φως ακόμα καθαρότερο, τα μάτια μας ήταν καθαρά και η καρδιές μας καθαρότερες, τα χαμόγελά μας έλαμπαν και δε μας ένοιαζε αν θα φτάσουμε. Μας έφτανε το ταξίδι! Μας έφτανε που περπατούσαμε μαζί. Και δίπλα μας περνούσαν λευκά σπίτια που όσο προχωρούσαμε λιγόστευαν και γίνονταν πιο λευκά! Και δίπλα μας περνούσαν δέντρα μεγάλα και πιο μικρά και θάμνοι και στενοί δρόμοι και ανοικτά παράθυρα με λουλούδια και τεράστιοι τοίχοι που πίσω τους κρύβονταν πελώρια δάση με σκοτεινή καρδιά, γιατί δεν την έφτανε ο ήλιος.


Ποιος να το φανταζόταν τότε και ποιος να έλεγε κάτι τέτοιο; Τώρα πλέον δε ξέρω αν μου λείπετε εσείς ή τα άτομα που ήξερα τότε...δε ξέρω αν μου φταίει το δικό σας παρόν ή αναπολώ όλα αυτά που θυμάμαι...Δε ξέρω καν αν υπάρχουν ακόμα αυτά τα άτομα που αναπολώ (βέβαια.. δε ξέρω αν υπάρχω και γώ όπως υπήρχα τότε)! Το να αναγνωρίσεις κάτι οπτικά δε σημαίνει oτι είναι αυτό που βλέπεις. Μπορεί να κοιτάς σε ένα αντικατοπτρισμό του παρελθόντος, σα φαντάσματα με γνωστά χαμόγελα που δε μας θυμούνται όμως πια...που έχουν αλλάξει για πάντα...Ευτυχώς μερικούς σας αναγνωρίζω και τώρα. Ευτυχώς μερικοί με αναγνωρίζετε και τώρα.:)

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009



Θα προχωρήσουμε αποφασισμένοι
ενάντια στο τρένο που έρχεται
ενάντια στο έντονο φως που δυναμώνει
με κάθε ελπίδα χαμένη

Φόβοι κρυμμένοι τρυφερά κάτω από τα βλέφαρα
Φόβοι που δε συνάδουν με τη λογική αλλά είναι αλήθεια
Καταπιεσμένες αγωνίες στο background
Αγωνίες που ξεπλένονται με ποτό και αστεία
(με ποτό και αστεία φίλοι μου.., αγαπημένοι μου φίλοι..)

Μιλάμε συνέχεια και επαναλαμβάνουμε τη λογική
μήπως έχουμε κάνει λάθος ψάχνουμε ξανά και ξανά
γιατί το νοιώθουμε, βαθιά το νοιώθουμε
πως το λάθος το ορίζουν όλοι οι άλλοι

Όρθιοι, Ευθυτενείς, με το χέρι οριζόντιο
να διατάζουμε το τρένο να σταματήσει
Με τα μάτια μας να θρηνούν τη λογική
Με τη καρδιά μας να διστάζει και να λιώνει

Θέλουμε να μείνουμε μέχρι το τέλος
μέχρι να σταματήσει το τρένο
μέχρι να περάσουν δυο άπειρα
μέχρι να καταλάβουμε πού κάναμε λάθος

18/4/09

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Divine Dérive...


Πότε ήταν; Νομίζω πριν δυο χρόνια περίπου...Από τα πιο ζεστά καλοκαίρια σ'αυτή τη πόλη που περάσαμε τα χρόνια σα φοιτητές! Είχαμε τελειώσει την εξεταστική με ικανοποίηση και ήμασταν πλέον 10 κιλά ελαφρύτεροι. Η ζέστη μας έκανε να θέλουμε να μένουμε ακίνητοι σε μια σκιά. Ακόμα και έτσι όμως ο ιδρώτας ανάβλυζε από τους πόρους μας.
Μεσημέρι προς απόγευμα ήταν και θα πηγαίναμε για ούζα. Μεγάλη παρέα που έγινε πιο μεγάλη στη συνέχεια. Ήταν οι φίλες της και η Αναστασία σου, η Φιλιώ μου, ο Πάνος, Μανώλης κτλ. Είχαμε πιάσει 3 τραπέζια που ίσα-ίσα μας χωρούσαν. Eγώ καθόμουν στη μια άκρη του μακρόστενου τραπεζιού και έπρεπε να φωνάξω αν ήθελα να μιλήσω σε κάποιον από την άλλη άκρη! Το απέφυγα..
Πήραμε ποικιλίες και ούζα τα οποία έρχονταν σε επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα. Φάγαμε πολύ και ήπιαμε περισσότερο. Ο ήλιος μας χτυπούσε ανελέητα και καθώς περνούσε η ώρα τον είχαμε μπροστά μας και τον κοιτούσαμε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων να προχωράει αργά προ τη δύση.
"Γειά μας" και "εις υγείαν" και "άσπρο πάτο" και "άλλο ένα" και "στο πτυχίο" και "έλα-έλα..." και ψηλά το χέρι και "φέρε άλλα δυο" και πάλι απ'την αρχή. Ώρες πέρασαν πίνοντας, μιλώντας, γελώντας και προς το τέλος κοιτάζοντας τα περιστέρια που ήθελαν να ανέβουν στο τραπέζι να φάνε και αυτά μαζί μας. Τα μάτια μας είχαν πάρει την έκφραση του πονηρού γέλιου χωρίς να ξέρουμε γιατί. Έλαμπαν σα να είχαμε σχεδιάσει μια φάρσα όλοι μαζί και να ήταν το κοινό μυστικό μας. Κοιτιόμασταν όλο νόημα γιατί βλέπαμε ο ένας τον άλλο να στριφογυρίζει και να παραμορφώνεται λιώνοντας. Από το βλέμμα που μας απαντούσε ξέραμε οτι και οι άλλοι μας έβλεπαν όπως κι εμείς. Όσοι δεν πίνανε ή ήρθαν αργότερα στο τέλος απλώς είχαν βαρεθεί να μας βλέπουν να καθόμαστε και να χαζογελάμε με τις ώρες. Εμείς πάντως μια χαρά περνούσαμε..!
Μου έλεγες "Περίμενε να δεις όταν θα σηκωθούμε όρθιοι...", και είχες δίκιο γιατί όταν σηκωθήκαμε τα είδα όλα! Στην αρχή παραπατούσαμε λίγο αλλά μετά, σα τον Πρόξενο κάτω από το ηφαίστειο, ορθώσαμε ανάστημα, ρίξαμε κεφάλι μπροστά και ξεκινήσαμε! Για πού ξεκινήσαμε όμως;; Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και είχαμε πει να πάμε να παίξουμε Call of Duty. Σκεφτήκαμε οτι θα είχε περισσότερη πλάκα έτσι! Εγώ εσύ και ο Πάνος...Πήγαμε και παίξαμε λοιπόν ενώ δίπλα μας το πνεύμα του ούζου είχε σκάσει από τα γέλια! Οι φωνές μας πρέπει να ακούγονταν μέχρι έξω από το μαγαζί! Εμένα και του Πάνου δηλαδή γιατί εσύ καθόσουν ήρεμος και γαλήνιος δίπλα μου! Παραείσουν όμως γαλήνιος γιατί όλο σε πυροβολούσα στο παιγνίδι και όλο κέρδιζα(ο Η/Υ σου βέβαια, όλο κόλλαγε αλλά δε δίναμε σημασία)! Ο Πάνος στο κόσμο του παιγνιδιού, έτρεχε πάνω κάτω πυροβολούσε όπου νάναι, περνούσε από μπροστά μας χωρίς να μας δει και έτσι κέρδιζα (ουάου!).. Καθίσαμε 1 με 1μιση ώρα και παίζαμε! Εκείνη τη μέρα πρέπει να καταστράφηκαν αμέτρητα εγκεφαλικά κύτταρα και των τριών μας...Μετά από ούζα, Η/Υ...
Και τώρα κάτι που δε ξέρεις...Όταν έφυγα είχε νυχτώσει. Ακόμα άκουγα καμπάνες και όλα ήταν κάπως ρευστά και αόριστα γύρω μου. Σκεφτόμουν να γυρίσω σπίτι αλλά ήθελα να γυρίσω από ένα διαφορετικό δρόμο. Τα φώτα του δρόμου με ζάλιζαν ακόμα περισσότερο, ευτυχώς όμως έκανε λιγότερη ζέστη από πριν. Αποφάσισα να κάνω ένα μεγάλο κύκλο πριν γυρίσω σπίτι! Θεώρησα οτι το περπάτημα και ο "καθαρός" αέρας θα μου έκαναν καλό. Θυμάμαι τα φώτα των αυτοκινήτων που περνούσαν. Έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικά, τόσο όμορφα...σα φώτα Luna-park.. Περπατούσα μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα οτι δεν αναγνώριζα το μέρος που βρισκόμουν. Όλα τα στενά της πόλης πλέον μου έμοιαζαν παρόμοια. Ήταν σα να είμουν σε μια διαφορετική, άγνωστη πόλη, που δεν ήξερα κανένα και δε με ήξερε κανείς. Ένοιωσα ένα παράξενο αίσθημα ελευθερίας με αυτές τις σκέψεις. Μπορούσα να πάω οπουδήποτε και να δω νέα πράγματα. Κοιτούσα γραφικές καφετέριες, άγνωστα μαγαζιά, κτήρια και εκκλησίες να περνάνε δίπλα μου. Περπατούσα χωρίς να έχω ιδέα προς τα που είναι το σπίτι. Είχα χαθεί μέσα στο λαβύρινθο της πόλης που έμενα! Βέβαια δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα αυτό. Έβλεπα πράγματα που δεν είχα ξαναδεί, μικρές παραλλαγές της γνωστής μου πόλης. Μικρές διαφοροποιήσεις που τελικά την έκαναν ένα τελείως διαφορετικό μέρος με διαφορετική αίσθηση, με την αίσθηση του νέου, της εξερεύνησης. Δεν είχα ιδέα πότε θα έβρισκα κάτι γνώριμο που θα με έκανε να μπορώ να προσανατολιστώ και να ξέρω που βρίσκομαι. Περπατούσα τουλάχιστον μισή ώρα και είχα αρχίσει να ανησυχώ λιγάκι. Δεν ήθελα να ρωτήσω κάποιον περαστικό για το πού είμαι γιατί όλη η κατάσταση θα ήταν πολύ σουρεαλιστική... Στο τέλος ενός δρόμου που ακολουθούσα είδα να υπάρχουν δέντρα. Μόνο συγκεκριμένα μέρη της πόλης έχουν δέντρα... Σκεφτόμουν οτι είτε θα γνώριζα το μέρος αμέσως όταν έφτανα, είτε θα είχα βγει σε κάποιο δάσος σε κάποιο άσχετο μέρος στο τέλος της πόλης, κάτι το οποίο δεν θα ήταν και πολύ ευχάριστο... Καθώς πλησίαζα είδα από μακριά τα τραπέζια που καθόμασταν το μεσημέρι... Όταν έφτασα σπίτι ένοιωσα σα να είχα γυρίσει από μια άλλη πόλη περπατώντας. Που ξέρεις μπορεί να έγινε και έτσι...

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

12 Ερωτήσεις


Γιατί μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε ηλίθιοι; Μήπως είμαστε; Για πιό λόγο επιτέθηκαν οι "κουκουλοφόροι" πριν λίγες μέρες στα αμάξια στο Κολωνάκι; Μα καλά και αυτοί οι κουκουλοφόροι δε σκέφτηκαν οτι θα είναι πολύ εύκολο να τους δουν τις 12 το μεσημέρι; Μήπως ήθελαν να τους δουν; Γιατί δε φοβούνται μη τους πιάσουν; Για πιό λόγο όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες που σπάνε κρύβονται πίσω από το άσυλο του πανεπιστημίου; Για πιο λόγο η αστυνομία τους χτυπά φιλικά στη πλάτη με τη στάση της; Πώς να αυξήσουμε λοιπόν την αστυνόμευση, τη τρομολαγνεία και τη καταστολή του κόσμου; Μήπως βολεύονται και βρίσκουν "πάτημα" όσοι θέλουν να μας επιβάλουν ηλίθιους νόμους, στη παραπάνω συμπεριφορά των κουκουλοφόρων; Είναι τυχαίο που η κυβέρνηση βγάζει απέραντης βλακείας νόμους αμέσως μετά από τέτοια γεγονότα, που σε άλλη περίπτωση ο καθένας θα αντιδρούσε; Μήπως όλα αυτά γίνονται για να χρυσωθεί το χάπι;

Μάλιστα κυρίες και κύριοι! Ποινικοποίηση της κουκούλας!! Να δούμε πότε θα μας ζητήσουν να φοράμε και στολή με το όνομά μας επάνω για να βγαίνουμε έξω! Συντονιστείτε λιγάκι κύριοι νομοθέτες! Το θέμα δεν είναι αν φοράνε κουκούλες, κράνη ή κομπινεζόν! Το θέμα είναι για πιό λόγο δε συλλαμβάνονται αυτά τα άτομα από την αστυνομία αλλά κάθε φορά συλλαμβάνουν άσχετους απλώς για το φαίνεστε!

Ο κ Κορρές

Σου χάρισα μία μπουκάλα με κρασί
τα μάτια σου λάμπανε σα δυο μαργαριτάρια
μ'ευχαρίστησες με μια δόση και μια ευχή
και όταν έφυγες πίσω σβήνανε τα χνάρια

Σταγόνες στο ποτήρι σταγόνες στη ζωή
λάμπουν σαν εκείνο το όμορφο πρωί
"γεμάτο το ποτήρι γεμάτη και η ζωή"
θυμάμαι στα χαμόγελα που πίναμε μαζί

Κι όταν ήρθες να μας βρείς
δεν υπάρχει εδώ κανείς
κι όταν ήρθες να μου πεις
μη ξεχνάς, θα ξεχαστείς

Αυτό το έγραψα όταν τελειώναμε το λύκειο. Καλοκαίρι ήταν...Το ξέρω οτι δεν είναι και οι καλύτεροι στίχοι, αλλά δε το έγραψα εδώ για αυτό. Μου θυμίζει τόσα πολλά πράγματα...Είναι σα να αγκαλιάζει το αίσθημα μιας εποχής. Νοιώθαμε μέσα μας οτι θα αλλάξει κάτι, οτι σε λίγο θα είναι σα να ξεκινάμε απο την αρχή. Όπως δηλαδή τώρα και σε τόσες άλλες στιγμές στη ζωή μας.
Η Θάλεια είχε την ιδέα να αγοράσουμε μια μπουκάλα κρασί και να στη χαρίσουμε στο τελευταίο μάθημα. Μερικές φορές ερχόσουν στο μάθημα με το "τσάϊ" σου...Πάντα τότε γινόταν το καλύτερο μάθημα. Ελεύθεροι από τα βιβλία αιωρούμασταν μαζί σου στις ιστορίες που μας έλεγες ,πάντα με ένα θέμα, με ένα νόημα...Τότε τα μάτια σου έλαμπαν! Μύθοι, γεγονότα, ανέκδοτες ιστορίες, ακόμα και βιώματα δικά σου, μας μάθαιναν όσα δε μπόρεσαν ποτέ τα βιβλία.

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Καρνίβαλλοι




Τι ωραία που ήρθε πάλι το καρναβάλι!Βγαίνουμε έξω, ξεφαντώνουμε, χτυπιόμαστε με τα ρόπαλα, πίνουμε, μεθάμε, κλαίμε, ξερνάμε, κατουριόμαστε στη μέση του δρόμου, γκαστρωνόμαστε, παίζουμε ξύλο, κάνουμε κακόγουστες φάρσες, πηγαίνουμε στο νοσοκομείο, κάνουμε πλύση στομάχου.
Γιατί έτσι ρε παιδί μου τη βρίσκουμε! Γιατί έτσι ξεφαντώνουμε και απελευθερωνόμαστε από τα καθημερινά άγχη μας! Όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου δεν μπορούμε να ζήσουμε τόσο όμορφα! Δεν μπορούμε να δείξουμε ποιοι πραγματικά είμαστε! Χρειαζόμαστε το καρναβάλι για να απελευθερωθούμε!! Βλέπουμε τις υπέροχες λεπτεπίλεπτες δημιουργίες των αρμάτων και θαυμάζουμε, την καλλιτεχνικότητα που αποπνέουν και την βαθιά καλλιτεχνική φλέβα αυτών που τα δημιούργησαν!...όταν τελειώσετε τραβήξτε το καζανάκι, παρακαλώ.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Θυμάμαι...


...που είχαμε πάει σπίτι σου πριν αρκετά χρόνια. Δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Υπολογίζω οτι ήταν το 2002. Οι γονείς σου είχαν πάει διακοπές στα Καλάβρυτα. Εσύ Johnny, γιατί δεν είχες πάει άραγε; Μου είπες οτι βαριόσουν. Χαραχτήκαν στη μνήμη μου τόσες ιστορίες, όμως κάποιες ξεχωρίζουν και μερικές φορές μου μοιάζουν σαν απλά παραμύθια στα οποία τυχαίνει να είμαστε πρωταγωνιστές.
Ήταν και ο Μίτσος μαζί μας τότε. Το προηγούμενο βράδυ ήμασταν και πίναμε στη Μυροβόλο. Με το λεωφορείο φτάσαμε σπίτι σου! Απίστευτο μου φαίνεται...Δεν οδηγούσες τότε. Είχα την εντύπωση οτι οδηγούσες από πάντα.
Αν αφηνώμασταν να μας παρασύρει ο Μίτσος μάλλον θα είχαμε βάλει φωτιά στο σπίτι σου τότε. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν μπήκε ήταν να αρπάξει μια ντομάτα(!!) από τη κουζίνα, που ήταν δίπλα στην είσοδο και να την πετάξει πάνω στις κουρτίνες...Στη συνέχεια τίναξε τα παπούτσια από τα πόδια του. Τα είδαμε να προσγειώνονται πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο...

"Θα γίνει χαμός απόψε!! Το σπίτι είναι δικό μας!!" .

Ο Μίτσος υπερέβαλε πάντα και σε όλα. Ακόμα και τότε μέσα στην εποχή της δικής μας απόλυτης υπερβολής μας φαινόταν υπερβολικός.
Το σπίτι το είχε αφήσει η μάνα σου στην εντέλεια. Στολισμένο, φωτεινό και τακτοποιημένο. Σου είχε αφήσει και φαγητά. Φάγαμε το παστίτσιο μέσα από το μπολ και οι τρεις μαζί και αρχίσαμε να ψάχνουμε για ποτά. Ήταν ανάμεσα από την τηλεόραση και το χριστουγεννιάτικο δέντρο, σε ένα ντουλάπι. Το Dewar's το πράσινο δεν θα το πίναμε γιατί δεν το είχε ανοίξει ο πατέρας σου ακόμα. Τα υπόλοιπα ήταν κάποιο άλλο ουίσκι, ούζο και βότκα. Έπινα και από τα τρία στην αρχή ενώ ο Μίτσος είχε αρχίσει να αδειάζει ένα μπουκάλι ουίσκι.

"Ρε μαλάκα, πιές και από κανένα άλλο μπουκάλι. Θα καταλάβει ο πατέρας μου όταν γυρίσει.."
"Ναι ναι, τώρα! Σε λίγο θα πάρω άλλο."

Πήγαμε στο δωμάτιό σου όπου είχες τα drums που αγόρασες. Είχες και δυο κιθάρες. Ότι πρέπει δηλαδή. Ψάχναμε να βρούμε ενισχυτή να συνδέσουμε την ηλεκτρική. Τον βρήκα εγώ δίπλα στο δέντρο και τραβώντας τον διαπίστωσα οτι ήταν ακόμα στο πολύμπριζο. Κόντεψα να ρίξω κάτω το πελώριο χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχατε και έσπασα και ένα βάζο! Δεν δώσαμε και ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το γεγονός. Θέλαμε να αρχίσουμε να παίζουμε μουσική. Παίξαμε ένα κομμάτι που είχα γράψει. Ο Μίτσος το άκουγε σαν να ήταν μια θεόσταλτη μελωδία των χερουβίμ, σαν να ήταν το καλύτερο κομμάτι που είχε ακούσει ποτέ.

"Πω πωωω!! Γαμάτο! Είναι σαν τα ριφάκια που έχουν οι Anathema αλλά ακόμα καλύτερο!! Πάμε άλλη μία;!;!"

Είχαμε ήδη πιει 3 μισοάδεια (μπορεί και μισογεμάτα, εξαρτάτε πώς το βλέπει κανείς) μπουκάλια. Ο Μίτσος ήταν γραφτό να τελειώσει το γεμάτο μπουκάλι που ξεκίνησε. Παίζαμε μουσική με όση ένταση είχαμε! Παίζαμε ξανά και ξανά την ίδια μελωδία, μπερδεμένη με τα επιφωνήματα του Μίτσου και τα μισόλογα και των τριών μας, άλλοτε αγριεμένη και άλλοτε ρευστή και χαοτική σε ένα ταλαντευόμενο κρετσέντο πριν την έκρηξη, πριν την απόλυτη οργή εστιασμένη πάνω στις χορδές μας, στις χορδές της ψυχής μας. Τότε για λίγες στιγμές ένοιωσα να περιπλανιέμαι στο κενό, ένοιωσα να εξαϋλώνομαι και να φεύγω απ'το σώμα μου! Μπορούσα να διακρίνω τα αστέρια στον ουρανό από το παράθυρο και τα ένοιωθα να έρχονται προς εμένα, σιγά σιγά με σταθερά βήματα πιο κοντά μας.
Παίζαμε τουλάχιστον για 1 μισή ώρα παραλλαγές του ίδιου μοτίβου στη διαπασών. Βλέπαμε φως στο διπλανό σπίτι παρόλο που η ώρα ήταν 3 τα ξημερώματα. Περιμέναμε ότι κάποιος θα έρθει όπου να'ναι και θα μας πει να σκάσουμε μπας και κοιμηθεί. Κάνείς δεν ήρθε...Μετά μας είπες οτι δίπλα έμεναν οι θείοι σου με τις ξαδέλφες σου...Δεν τις είχα γνωρίσει ακόμα τότε. Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέμαι πώς είναι, πώς μοιάζουν.
Κουρασμένοι σταματήσαμε να παίζουμε και καθίσαμε στη κρεβατοκάμαρα των γονιών σου. Ακούσαμε την ιστορία του Μίτσου για μια φίλη του, που ο πατέρας της έχασε και τα δυό του χέρια σε ένα ατύχημα, όταν ήταν νέος. Ακούσατε εμένα να προσπαθώ να συγκρατήσω την έκρηξη του γέλιου μου μετά από το:

"Καλά εε!!Πρέπει να τον ακούσετε να παίζει κιθάρα!! Είναι φοβερός κιθαρίστας!"

Ήμασταν τόσο κομμάτια που δεν ελέγχαμε αυτά που λέγαμε πριν τα πούμε. Ήμασταν ελεύθεροι από κάθε λογοκρισία, ελεύθεροι να γέρνουμε επικίνδυνα προς τη μυθοπλασία χωρίς όμως να το επιδιώκουμε. Μιλήσαμε για σχέδια που ξέραμε οτι δεν θα τα πραγματοποιούσαμε ποτέ, για συναυλίες και ταξίδια που ποτέ δε θα κάναμε μαζί και για σκέψεις μας που θα χάνονταν μόλις ξεμεθούσαμε. Βρισκόμασταν όμως όσο κανένας άλλος άνθρωπος στο παρών. Νοιώθαμε την ένταση της οργάνωσης καθορίζοντας όλες τις λεπτομέρειες για τα ταξίδια και για τις συναυλίες που ποτέ δε θα κάναμε. Οραματιζόμασταν τόσο ξεκάθαρα τις σκέψεις μας και νοιώθαμε οτι γινόμασταν απόλυτα κατανοητοί ο ένας στον άλλον, παρόλο που πιστεύω οτι ο καθένας καταλάβαινε αυτό που ήθελε τελικά. Βέβαια, ποτέ κανένας δεν πρόκειται να καταλάβει επακριβώς πώς νοιώθει κάποιος άλλος. Ακόμα και αν έχουν βρεθεί σε ίδιες καταστάσεις ο καθένας θα τις βιώσει διαφορετικά. Το θέμα και όλη η ουσία, είναι στο να μπορέσεις να νοιώσεις οτι κάπου ανήκεις, οτι αλληλεπιδράς με τους γύρω σου, οτι είσαι ζωντανός!
Είχαμε πιεί πάρα πολύ και δεν είχαμε κοιμηθεί καθόλου όλο το βράδυ. Άρχισα να βλέπω λευκές τελείες να αναβοσβήνουν στα μάτια μου. Νομίζω κοιμήθηκα λίγο, πριν να μας ανακοινώσει ο Μίτσος οτι θέλει να κάνει μπάνιο. Άρχισε να γδύνετε 'χύμα' μπροστά μας και να προχωράει προς το μπάνιο. Ήταν τελείως κομμάτια. Σκουντουφλούσε πάνω στις πόρτες. Τελικά έκανε μπάνιο με κρύο νερό και νομίζαμε οτι συνήλθε. Είχε όμως όρεξη να ανάψει και τις κλανιές του με έναν αναπτήρα..! Μετά επιτέλους ντύθηκε και ηρέμησε.
Το πρωί αποφασίσαμε να πάρουμε το λεωφορείο και να πάμε για καφέ στην πόλη. Στο δρόμο για τη στάση πήραμε και φάγαμε πορτοκάλια από τη πορτοκαλιά του διπλανού σπιτιού. Στο λεωφορείο ο Μίτσος ακόμα ζαλισμένος μου ζητούσε να στείλω μήνυμα με το κινητό του σε κάποια κοπέλα. Το τί έγραψα και σε ποιόν το έστειλα ούτε εγώ δεν το κατάλαβα...Ήμασταν όλοι ακόμα ζαλισμένοι. Κοιμηθήκατε στην γαλαρία του λεωφορείου. Προσπαθούσα να κρατηθώ ξύπνιος για να κατέβουμε όταν έπρεπε. Ο Μίτσος καθόταν δεξιά μου και εσύ αριστερά μου. Είχατε ακουμπήσει και οι δύο πάνω μου, ο καθένας από τη μεριά του. Μια γιαγιά που ανέβηκε αργότερα κάτι μου έλεγε για το πιοτό και οτι "...μυρίζετε μέχρι εδωκάτω ".

Τα θυμάσαι όλα αυτά άραγε Johnny; Απορώ εγώ πώς τα θυμάμαι...

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

...


Νοιώθω πάλι αυτή την αίσθηση κενού και ανεκπλήρωτου να ανεβαίνει απο το στομάχι μου. Δε ξέρω ακριβώς γιατί. Μπορεί να φταις εσύ, μπορεί να φταίω εγώ, μπορεί να φταίνε και όλοι οι υπόλοιποι. Κάθε φορά περνάει αλλά και κάθε φορά ξανάρχεται. Μπορεί να αργεί κάποιες φορές και άλλες να επιστρέφει αμέσως.
...Μπορεί να φταίει και ο καιρός...Πρέπει να δείξουμε σε όλους τώρα σα καλά παιδιά την πρόοδο που κάναμε. Την πρόοδο προς τα που;; Προς τα κάπου αόριστα ; Δεν έχει σημασία; Προοδεύσαμε λοιπόν και μάθαμε νέα πράγματα ...και τι έγινε; Αν όλα όσα μάθαμε υπάρχουν μόνο στη φαντασία αυτού που τα σκέφτηκε και δεν χρειάζονται πουθενά πρακτικά, τι ακριβώς μάθαμε; Πώς μας βοηθάει κάτι τέτοιο; ...στην όξυνση του νου!!Μάλιστα..μεγάλη "όξυνση" είχαμε..Μήπως όμως αυτή η όξυνση έχει μερικά κιλά bias; Μήπως όλα αυτά οφείλονται στο maturity;
Μπορεί να φταίει και η γενικότερη κατάσταση. Όλη η σαπίλα μαζεμένη και σκουπισμένη κάτω από το χαλάκι..που εδώ και πολύ καιρό έχει ξεχειλίσει και όλα βρίσκονται μπρος στα μούτρα μας τώρα..υπομονή μέχρι πότε;και τί να κάνεις; να το παίξεις επαναστάτης και να καείς στην φωτιά που ανάβεις; Να συμβιβαστείς και να προσπαθήσεις να αφομοιωθείς;...το δοκίμασα αυτό...δε καταπίνεται με τίποτα!..Ε τί να σου κάνω τότε; κάτσε να έχεις την αίσθηση κενού και ανεκπλήρωτου, θα μου πεις.
ΟΚ. βρήκα λοιπόν γιατί την έχω. Για τον ίδιο λόγο που την έχω κάθε φορά. Απλά προσπαθώ να το ξεχνάω, να μου φταίει δήθεν και κάτι άλλο κάθε φορά. Να ξεχνάω για να μην ζητάω κιάλλα, να κάνω σα καλός στρατιωτάκος το καθήκον μου για να με αφήνουν ήσυχο να βλέπω τηλεόραση χωρίς τύψεις.
Ξαναρωτώ:ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ; και απαντώ..: μέχρι να αλλάξει κάτι (lol), ή μέχρι να διαλέξεις παραπάνω, την πρώτη απόφαση.

Αν έχετε εσείς καμία άλλη ιδέα του τί να κάνει κανείς...παρακαλώ πείτε μου..(Φανταστικοί μου αναγνώστες...)

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Σκάλες



  • Οι ψυχές μας βρίσκονται σ'ενα δρόμο και μπροστά τους συναντούν σκάλες.
  • Σκάλες που ανεβαίνουν και σκάλες που κατεβαίνουν.
  • Η κάθε σκάλα έχει 107 σκαλοπάτια.
  • Αν τα διανύσουν τρέχοντας οι μέρες περνάνε γρήγορα και οι νύχτες ξεχνιούνται.
  • Αν ξεκινάνε διστακτικές οι μέρες τις πορείας είναι πολλές.
  • Έτσι όσο πιο γρήγορα περάσουν από τη μια σκάλα τόσο πιο γρήγορα θα έρθει η επόμενη.
  • Αν είναι σκάλες που ανεβαίνουν οι ψυχές μας τρέχουν χαρούμενες να ανέβουν για να δουν τον ήλιο και τον ορίζοντα.
  • Όσο πιο ψηλά φτάνουν τόσο πιο όμορφο είναι το τοπίο.
  • Ο χρόνος όμως πάντα τις σπρώχνει μπροστά, έτσι όσο πιο ψηλά ανέβουν τόσο πιο μεγάλη θα είναι η πτώση, που οδηγεί στην επόμενη σκάλα.
  • Άλλες φορές χτυπάνε πέφτοντας και άλλες προσγειώνονται πάνω στους θάμνους που περιμένουν από κάτω.
  • Όταν οι σκάλες κατεβαίνουν, οι ψυχές μπαίνουν σε αυτές τις τρύπες και κατεβαίνουν κι'αυτές κάτω από τη γη.
  • Το φως δε φτάνει ποτέ εκεί κάτω και διάφοροι φόβοι τριγυρνούν στα τοιχώματα του τούνελ.
  • Κάποιοι από αυτούς κρύβονται στα ρούχα και στις τσέπες για να εμφανιστούν ξαφνικά κάποια άλλη στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι γίνονται απτοί μέσα στο τούνελ.
  • Δυστυχώς ο χρόνος μας σπρώχνει μόνο μπροστά.
  • Ευτυχώς ο χρόνος μας σπρώχνει μόνο μπροστά.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Ιστορία για λευκά περιστέρια, γράμματα και μοναχικούς ανθρώπους

Ο αέρας φυσούσε πάντα προς τη μεριά του ήλιου σ'αυτό το μέρος. Έκανε τα φύλα των δέντρων να πάλλονται όμορφα και δρόσιζε τα περιστέρια που κρύβονταν εκεί. Το περιστέρι ήταν ένα από αυτά και τίποτα δε το ξεχώριζε από τα υπόλοιπα, εκτός ίσος απο το γεγονός οτι ήταν ολόλευκο. Δεν έκανε όμως όλα αυτά που κάνουν τα περιστέρια. Όταν ξημέρωνε και ο αέρας φυσούσε προς την ανατολή, πετούσε προς τον ήλιο και έψαχνε. Έψαχνε μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων έψαχνε μέσα στους θάμνους, μέσα στις φωλιές των μικρών ζώων, πάνω στους λοφίσκους και στα ξέφωτα, κάτω απ'τα καπέλα των μανιταριών, και μέσα στις κουφάλες των παλιών δέντρων, στις όχθες των ποταμών που διέσχιζαν το δάσος, μέσα στα κρυστάλλινα νερά και μέσα στον αφρό του καταρράκτη, στις πέτρες της όχθης και στις καλαμιές που φύτρωναν λίγο πιο κάτω. Μερικές φορές πετούσε ψηλά και έψαχνε μέσα στα σύννεφα. Το βράδυ δε σταματούσε, παρά μόνο για λίγες ώρες ξεκούρασης , και έψαχνε στις σκιές των δέντρων και στους ήχους της νύχτας. Έψαχνε πάλι στα φύλα των δέντρων στους θάμνους και στην όχθη του ποταμού. Στο τέλος έβρισκε ένα γράμμα, ένα λευκό φάκελο να τον φέρνει το ποτάμι ή να έχει κρυφτεί μέσα στα φύλα των δέντρων στους θάμνους στην όχθη και τη σκιά της νύχτας. Το περιστέρι έπαιρνε το γράμμα και πετούσε ψηλά στον ουρανό, όπου ο άνεμος το οδηγούσε. Πάντα του έδειχνε να πάει προς την πόλη, πέρα από το δάσος. Το περιστέρι έβλεπε τα πράσινα δέντρα που λαμπύριζαν από κάτω του στο φώς του ήλιου, τα έβλεπε να διακόπτονται από ήσυχες πολυκατοικίες και μερικά πιο χαμηλά σπίτια με αυλές. Στη πόλη λίγοι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους πάνω στα ηλιόλουστα πεζοδρόμια δίπλα από τους κήπους και κάτω από την σκιά μερικών δέντρων που υπήρχαν. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο μειλίχια και ήρεμα με απαλές κινήσεις, χωρίς να λένε πολλά λόγια και μετά συνέχιζαν το δρόμο προς το σπίτι τους. Σπάνια κάποιο αυτοκίνητο περνούσε και άφηνε έναν ήχο, μια βουή να το ακολουθεί και μετά να σβήνει μέσα στο ήρεμο φως της μέρας. Το περιστέρι έψαχνε στη πόλη για ένα μοναχικό άνθρωπο που είχε στο μπαλκόνι του, συνήθως μια γλάστρα βασιλικού, μια 'αράχνη'* ή κλειστά νυχτολούλουδα. Πλησίαζε το παράθυρο και άφηνε στο περβάζι το γράμμα καθώς ο έκπληκτος άνθρωπος το κοίταζε καθισμένος στο γραφείο του όπου έγραφε ποιήματα. Έπαιρνε το γράμμα από κει που το είχε αφήσει το περιστέρι με τρεμάμενα χέρια. Έψαχνε έξω απ'το παράθυρο αλλά δεν έβλεπε πουθενά το περιστέρι. Καθόταν στο γραφείο του και άνοιγε προσεκτικά το φάκελο. Αρχικά του φαινόταν άδειος αλλά πάντα σε μια γωνία έβρισκε ένα σπόρο. Άφηνε το φάκελο στο περβάζι απ'οπου τον έπαιρνε ο άνεμος και τον γυρνούσε πάλι πίσω στο δάσος όπου ανήκει. Ο άνθρωπος έβαζε τον σπόρο σε μια γλάστρα και του έδινε χώμα από το βασιλικό, την 'αράχνη' ή το νυχτολούλουδο. Τον πότιζε με το νερό που είχε δίπλα στο κρεβάτι του για να ξεδιψά τη νύχτα και πήγαινε να κοιμηθεί. Έβλεπε όνειρα εκείνη τη νύχτα οτι γινόταν περιστέρι και πετούσε μέσα στην έρημο. Έβλεπε την καυτή άμμο από κάτω του και ένοιωθε το ζεστό αέρα πάνω στο δέρμα του. Πετούσε για ώρες ατελείωτες μέσα στην έρημο μέχρι που συναντούσε ένα δέντρο. Καταπράσινο, δροσερό, με δυνατές ρίζες πάνω σε στέρεη γη. Πάντα πριν φτάσει στο δέντρο ξυπνούσε διψασμένος και ιδρωμένος. Θυμόταν τον σπόρο και έψαχνε τη γλάστρα στο δροσερό φως της αυγής. Έβρισκε ένα λουλούδι κλειστό ακόμα. Είχε λεπτό και καταπράσινο μίσχο και τα πέταλά του ήταν κόκκινα σαν το αίμα. Όταν το πρώτο φώς της μέρας έπεφτε πάνω του, φωτίζοντας και το δωμάτιο, αμέσως άνοιγε απαλά τα φύλλα του και γέμιζε το γύρο χώρο με το πιο όμορφο άρωμα που υπάρχει. Ο άνθρωπος έκπληκτος το κοιτούσε και μετά έκλεινε τα μάτια να μυρίσει την υπέροχη αυτή ευωδία. Το άρωμα απλωνόταν σε όλο το σπίτι, πλημμύριζε έξω από τα παράθυρα και έφτανε μέχρι το δρόμο. Εκεί το μύριζε ένας άλλος άνθρωπος, μοναχικός, και έκλεινε και αυτός τα μάτια για να νοιώσει καλύτερα την ευωδία. Σταματούσε στο πεζοδρόμιο κάτω από το σπίτι και σκεφτόταν οτι ήταν το πιο όμορφο άρωμα που είχε μυρίσει στη ζωή του. Ανέβαινε την ξύλινη σκάλα του σπιτιού και έμπαινε μέσα στο δωμάτιο με τον μοναχικό άνθρωπο που πλέον δεν ήταν μόνος. Κάθονταν μαζί στο τραπέζι και έλεγαν ιστορίες για λευκά περιστέρια, για γράμματα, για λουλούδια και για μοναχικούς ανθρώπους.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Λευκάδα


Ήμασταν οι πρώτοι, οι καλύτεροι της εποχής μας με τα βλέμματα βραχνά και κόκκινα να ατενίζουν το μέλλον. Μέσα στο καλοκαίρι... χαθήκαμε μέσα στο καλοκαίρι εκείνο που ζήσαμε πιο πολύ από κάθε άλλο άνθρωπο και γνωρίσαμε τη γεύση του άγουρου και την φτύσαμε. Ξαπλωμένοι στο δρόμο τα μεσάνυκτα ονειρευτήκαμε το μέλλον...ονειρευτήκαμε αλλά μόνο όνειρο έμεινε και 'μείς τα παιδιά του. Ξαπλωμένοι παντού στο δωμάτιο, ζούσαμε το χθες γιατί δεν μας άρεσε το αύριο, ζούσαμε ξανά και ξανά στο ίδιο μέρος, στην ίδια μέρα, στο ίδιο φως και στην ίδια γλύκα του πρώτου πρωινού ήλιου που μας έβρισκε πάντα με τα μαλλιά μας μπλεγμένα, με τα μάτια σβηστά και βουρκωμένα να ζητάμε κι'άλλο νεκταρ, κι'άλλη φωνή, κι'άλλο πιοτό...Κάθε νύχτα ξεχνιόμασταν στο πυρετό και στα όνειρά μας λέγαμε μόνο αλήθεια...λέγαμε λέξεις τόσο ξένες και τόσο πραγματικές που κανείς δε καταλάβαινε το νόημα. Μόνο εμείς. Μια χούφτα από παιδιά με κόκκινα μάτια που πάνω μας έμεναν για πάντα χαραγμένες σαν ουλές αυτές οι λέξεις. Χαραγμένες στη μνήμη και στο κορμί. Και όταν ξεχνάμε ο ένας τον άλλον και σαν αγρίμια ψάχνουμε με την οσμή, θα είναι αυτές οι ουλές και τα σημάδια που θα μας οδηγήσουν πάλι στην αρχή, εκεί που ζήσαμε για μια αιωνιότητα το πιο πυκνό αίσθημα αγάπης και αδελφικότητας στο πιο ζεστό μέρος της καρδιάς μας. Οι ουλές θα είναι που θα μας κάνουν να ξαναβρεθούμε να ξαναενωθούμε σαν τις πεταλούδες λίγο πριν πεθάνουν, λίγο πριν γυρίσουν ξανά στην γήινη φύση τους στη γήινη μάζα που μας περικλείει. Να ανοίξουμε ξανά μαζί τα μάτια μας προς τον ήλιο που ανατέλλει και να μην ενδιαφερθούμε για τίποτα πια, μόνο για το πώς θα κάνουμε νέες ουλές νέα στολίδια πάνω μας που με μια εικόνα τους να γελάμε και να κλαίμε μαζί, να ενώνουν τις καρδιές μας και να τις κάνουν κομμάτια...Θα περιμένουμε νοσταλγικοί και ώριμοι αιμορραγώντας απο τις παλιές πληγές που τόσο αγαπήσαμε, που θα αγαπάμε για πάντα και θα μας αγαπούν και αυτές ακόμα πιο πολύ.