Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Ονόματα

Πριν ενάμιση χρόνο περίπου όταν είμασταν για μπάνιο στο Βίδο μου είπες οτι θα φύγεις. Είχα αφήσει τη δουλειά μου και το ¨σχέδιο¨ ήταν να κάνουμε ένα κέντρο μαζί. Θα δίδασκα μαθηματικά, φυσική και ότι άλλο, σε παιδάκια. Έφυγες το Σεπτέμβρη.
Μετά απο 2 μήνες η Έλενα με διέγραψε απο το Φου Μπου γιατί όπως μου είπε δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, μετά απο μια συζήτηση που είχαμε...
Το ίδιο καλοκαίρι η Ειρήνη έφυγε απο Κέρκυρα και μετακόμισε τελικά Αθήνα. Κατάφερνε να με κάνει χαρούμενο πάντα η Ειρήνη και με ρωτούσε πάντα τις πιο όμορφες ερωτήσεις.
Μετά απο λίγο καιρό έμαθα πραγματικά τι τύπος είναι ο Νίκος και διάλεξα να μην ασχοληθώ πια μαζί του.
Άρχισα να κάνω παρέα με τη Μάρα τότε πολύ περισσότερο. Με έκανε να νοιώθω οτι δεν έχουν διαλυθεί όλα, με έκανε να μπορώ να υποκρίνομαι οτι όλα ήταν ΟΚ. Έκανα παρέα και με την Χριστίνα πολύ. Βρισκόμασταν σπίτι του Μάριου.
Το χειμώνα θυμάμαι που τα πρωτοβρόχια είχαν έρθει στην ώρα τους και οτι άλλαξε η σχέση που είχα με τη Νεφέλη.
Πέρασα το χειμώνα με τη Μάρα, την Χριστίνα, το Μάριο, το Ραράκο. Με τη Μάρα βγαίναμε και πίναμε κάθε μέρα. Τα Σάββατα ακόμα πηγαίνω στο παππού μου και τρώμε μαζί. Κάποιες φορές κλαίει καθώς θυμάται τα παλιά και μου λέει οτι η ζωή του πέρασε. Του λέω οτι είναι μια ωραία ζωή απ'όσο την έχω δει μέσα απο τις ιστορίες που μου επαναλαμβάνει κάθε εβδομάδα και μακάρι να ζούσαν όλοι παρόμοια πράγματα. Μετά πίνουμε κρασί και τραγουδάμε μαζί.
Γνώρισα τον Τάκη και κάναμε άλλο ένα συγκρότημα. Κάναμε παρέα και κατάχρηση στο αλκοόλ. Κάναμε και ένα live μετά απο 6 πρόβες την Άνοιξη μαζί με Deadfile.
Όλο αυτό το διάστημα ήμουν φοβερά νευριασμένος. Είχα μια πολύ μεγάλη οργή μέσα μου που με εξουθένωνε. Νόμιζα οτι το διοχέτευα στα live και στη περιοδεία με τα "παλιόπαιδα". Το διοχέτευα και στους γύρω μου. Τσακωνόμουν με το Βασίλη για πράγματα που τώρα μοιάζουν ασήμαντα.
Νομίζω είχα δει ένα ντοκιμαντέρ, κάποια στιγμή, που έδειχνε μια αγέλη λύκων. Ένας απο αυτούς είχε αρρωστήσει και πόναγε. Γινόταν επιθετικός με τους υπόλοιπους χωρίς κάποιον λόγο. Γρύλιζε και κάποιες φορές είχε επιτεθεί σε κάποιους άλλους λύκους.
Έκανα παρέα και με τον Γρηγόρη. Ένοιωθα οτι για κάποιο λόγω βλέπαμε τον κόσμο πίσω απο το ίδιο πρίσμα.
Το καλοκαίρι γνώρισα τη Σοφία.
Η Χριστίνα μετακόμισε στους γονείς της στην Αθήνα για να καταλάβει οτι δεν της αρέσει εκεί, να γυρίσει πίσω εδώ και τελικά να ξαναπάει στην Αθήνα γιατί την δέχτηκαν σε μια αίτηση για δουλειά που είχε κάνει πριν φύγει απο εδώ.
Ο Γρηγόρης έφυγε για Αθήνα γιατί δεν είχε δουλειά εδώ το χειμώνα.
Η Μάρα τελείωσε με την σχολή της, ξενοίκιασε και έφυγε για Θεσσαλονίκη.
Η Σοφία νομίζω περισσότερο προσπαθούσε να προστατευτεί πάρα κάτι άλλο...
Ο Τάκης έφυγε και αυτός για Αθήνα όταν άρχισε να τον πολεμάει πάλι ο εαυτός του.
Ο Μάριος θα φύγει τον Ιανουάριο για να βρει την Χριστίνα στην Αθήνα.
Η Νεφέλη με παίρνει τηλέφωνο για να με ρωτήσει για τον ΟΑΕΔ
... εσύ έχεις να με πάρεις απο τότε.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Διαβεβαιώσεις και καθησυχασμοί

έχω ακόμα τον ήλιο
πάνω στα φύλλα των δέντρων
έχω τις παγωμένες νυφάδες
που κολυμπούν στον αέρα

μου έχει μείνει το έδαφος
και οι  κρυφές του ελπίδες
μου έχει μείνει η παράξενη
γεύση της θάλασσας στα χείλη

(δεν αντέχω πια να σου μιλάω)
(στον ύπνο μου)
(όταν ξυπνάω εδώ)
(η καρδιά μου σβήνει)

Αλλά έχω ακόμα τους τοίχους
στο σπίτι μου.
Μου έχει μείνει
η ζεστασιά του φωτισμού πάνω τους

έχω ακόμα τις γλάστρες
στο μπαλκόνι μου
έχω ακόμα τα δέντρα
όπου έπαιζα κρυφτό

έχω τα καλοκαίρια
γεμάτα στάχυα και πλαστελίνη
έχω τα ματωμένα μου γόνατα
και τα πέτρινα παπούτσια

έχουν μείνει ακόμα
τα αγριόχορτα
που με καλούν
να χαθώ μέσα τους

υπάρχει πάντα το
ξύλινο δωμάτιο  
που πριν ανοίξω την πόρτα
θα ακούω τις παιδικές φωνές μας

θα έχω πάντα
τα πουλιά στον αέρα
και τα αστέρια τη νύχτα
να με σκεπάζουν

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

B. K.

Ζω στο σπίτι κάτω από το λόφο
και γυρνάω εκεί το απόγευμα
πεθαίνω ακουμπισμένος στο παράθυρο
κοιτώντας τους χαρταετούς πάνω από τα δέντρα

Κάποιες νύχτες πετάω
υπνοβατώντας απ'το παράθυρο
κρατώντας στο χέρι μου ένα κερί
για να με ακολουθώ πιο εύκολα

Γράφουμε "τραγούδια" γιατί ανυπομονούμε να ακούσουμε τον εαυτό μας να λέει:
"έγραψα ένα τραγούδι για 'σένα"
και ανυπομονούμε επίσης, να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας
στη μέση της πρότασης

Θα'θελα πολύ να μου εξηγούσες ένα απόγευμα απο αυτά,
γιατί βλέπω χαρούμενα λιβάδια γεμάτα λουλούδια
και ηλιόλουστα χαμόγελα γυναικών στην εξοχή,
κάθε φορά που ονειρεύομαι το θάνατο

Έχεις ένα χαμόγελο και συ, στερεωμένο στο πρόσωπό σου
αλλά δεν έχεις ηλικία, ούτε συγγενείς,
έχεις όμως το όνομά σου στερεωμένο (κι'αυτό) δίπλα σου
το μικρό σου όνομα είναι πλέον πολλά ονόματα

Δεν αλλάζεις τα μαλλιά σου,
ούτε το βλέμμα σου
χρειάζεσαι λίγο τσάι μερικές φορές
και θέλεις να μάθεις όσα δε ξέρω εγώ για μένα

Τα "Ναι" που σου λέω με εντυπωσιάζουν
με τη σιγουριά που βγαίνουν απ'το στόμα μου
κρατάνε τα δάκρυα στη θέση τους
ευθυγραμμίζουν τα μάτια σου με τα δικά μου

Μου δείχνεις τα χέρια μου...
που είναι πάντα ματωμένα...
προσπαθείς να τα σκουπίσεις με τις στάχτες της
και γω σου λέω φοβισμένος οτι κουράστηκα...

Μετά σου μιλάω... μπερδεμένα, με ενήλικες λέξεις,
ανακατεμένες, φοβισμένες, απαστράπτουσες λέξεις
φαντασμαγορικές, δειλές, ανήμπορες λέξεις
μετά, ώρα για ύπνο... μπαίνω μόνος μου στο κρεββάτι μου πλέον...

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

requested by V.

                           1

I measure the distance by thoughts
If you are by yourself you can't be alone
We've been drowning in this lake every night
The wind of your voice has brought all the tides

In this city we hear the light's whispers
We hold hands but there's no one with us
The walks we take brings us to the same place
Wearing white cloths with heavy blood stains

I try to wash my cloths in the lake
I try to wake up during the day
And I can't remember your face no more
I don't know if you existed or not




                            2


There's a wolf hiding inside my chest
Sometimes he's so hungry and it's helpless to pet

There's a wolf mumbling inside my guts
He talks to himself but that's never enough

There's a wolf crying inside my belly
He's so alone but he needs to be ready

There's a wolf eating inside my head
That's why all the thoughts are painted red

There's a wolf standing infront of my eyes
The glass of the mirror makes him feel so alive

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Ανθολόγιο Ξεχασμένων και Αλλόκοτων Ποιημάτων


(Χειμώνας 2015)

Σήμερα στο σπίτι μου δεν ανασαίνω
βρίσκεται στο πιο σκοτεινό βυθό
ούτε το φως να ανάψω δε μπορώ
γιατί έχω τη καρδιά μου δεμένη εδώ


Σήμερα στο σπίτι μου δεν ανασαίνω
Σήμερα δε πέρασες από εδώ
Και'χω και αυτόν το δαίμονα να περιμένω
κάθε φορά που ξυπνάω και πριν κοιμηθώ


Σήμερα στο σπίτι μου σε περιμένω
έδωσα στους λύκους μου φαγητό
Έξω απ΄το παράθυρο δεν ανασαίνω
και οι λύκοι τώρα ονειρεύονται το βυθό




(3/8/2009)

3 Αυγούστου ο καθένας μας θα πάει εκεί που θέλει
τ'ονομά σου ονομάζουν οι αγγέλοι

3 Αυγούστου όποιος έρχεται μαζί μας θα το ξέρει
οι πιο πολλοί περιμένουν μεθυσμένοι

3 Αυγούστου όταν ο άνεμος μας πιάνει απ΄το χέρι
στα σοκάκια τριγυρνάμε ξεχασμένοι

3 Αυγούστου το μικρότερο μεγάλο καλοκαίρι
μην το αφήσεις να σε αφήσει από το χέρι





(1/1/14)

τα πιο όμορφα μάτια μας

ξεγελάνε τη θλίψη

και αυτά τα χαμόγελα

μείναν για μια στιγμή αιώνια στα χείλη


Τραγουδήσαμε τόσο αβίαστα, λες και είμασταν, μόνος του ο καθένας μες το δωμάτιο







 (9ος 2013)

Κανείς δε το φαντάστηκε νομίζω

και γούρλωσαν όλοι τα μάτια

είμαστε ώριμοι ή

είμαστε μορφωμένοι

και κρατάμε στα χέρια μας ένα μικρό Σατανά

από κερί και από λιβάνι

μας κάνει όλες τις χάρες

μας βγάζει βόλτα την Κυριακή

και δε ξέρουμε καν πως τον λένε

αρκεί να μας ταΐζει...


Για να ξεκουραστούμε πιο γρήγορα

Για να φτάσουμε πιο γρήγορα

Για να κοιμηθούμε πιο γρήγορα

Για να έρθει πιο γρήγορα το τέλος


Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Like

Μ'αρέσει ο ήχος του κασετόφωνου το καλοκαίρι.
μ'αρέσουν τα σκισμένα παπούτσια, τα φορεμένα παπούτσια
τα ξεφτισμένα ρούχα και οι τρύπιες μπλούζες
μ'αρέσουν οι θολές φωτογραφίες
οι ταινίες σε παλιό φιλμ
τα σκονισμένα αυτοκίνητα
και τα αξύριστα γένια
τα πολυκαιρισμένα σακβουαγιάζ χωρίς ρόδες
μ'αρέσουν τα μισοξεβαμμένα νύχια, τα μαύρα μισοξεβαμμένα νύχια
και αυτό που εσείς λέτε οτι βγήκε η "ρίζα" στο βαμμένο μαλλί
μ'αρέσουν οι σκουριασμένοι μαγνήτες στη κιθάρα μου και τα σκονισμένα πετάλια μου
τα φυτά που έχουν αρχίσει να τυλίγουν τα κάγκελα του μπαλκονιού
... τα λίγο σκουριασμένα κάγκελα του μπαλκονιού
Μ'αρέσουν τα κακοπαιγμένα ακόρντα
που κάνουν τη φωνή σου να βγαίνει πιο αληθινή, πιο μπερδεμένη, πιο θυμωμένη
Μ'αρέσουν οι φωνές που δεν προσπαθούν να βρουν τις νότες
γιατί είναι το λιγότερο που τις ενδιαφέρει
Μ'αρέσουν τα θολωμένα γυαλιά με κόκκους άμμου στις άκρες τους
Μ'αρέσουν οι κινήσεις των χεριών όταν κάποιος μιλάει
Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που τους ενδιαφέρει περισσότερο να ζουν από το να είναι ζωντανοί
Μ'αρέσουν τα αυτοκίνητα με μουδιασμένα φρένα και τεμπέλικα τιμόνια.
Μ'αρέσει να φοράω γυαλιά όταν διαβάζω και λίγο πριν πέσει ο ήλιος
Μ'αρέσει η μάσκαρα να λερώνει
τις άκρες των ματιών σου
Μ'αρέσει να φοράς σαν φουλάρι στο λαιμό σου ενθύμια και δώρα σκισμένα
Μ'αρέσουν τα μαύρα ρούχα
και τα πολύχρωμα βλέμματα
Μ'αρέσει η μυρωδιά των νυχτολούλουδων το απόγευμα
και των φρεσκοπλυμένων ρούχων το πρωί
αφού όμως πρώτα έχεις κοιμηθεί με αυτά
Μ'αρέσουν τα γράμματα, γραμμένα σε χαρτί, που είναι δυσανάγνωστα σαν και αυτά εδώ.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Κοινά μυστικά της πόλης

Αμερικάνικη επαρχία
ερωτευμένοι ανήλικοι
και ματωμένες ρινίτιδες
φοβισμένες λέξεις και βραδινά φώτα
μέσα σε αγροκτήματα
μέσα σε ξύλινα σπίτια
που οι τοίχοι τους καταστρέφονται τόσο εύκολα
με τσεκούρια ή με σφυριά
όταν ο ήλιος είναι τόσο φωτεινός
που ξέρουμε οτι όλη η ζέστη
είναι μαζεμένη γύρω από τη καρδιά μας
μισοαφηρημένοι έρωτες
κρυμένοι άγαρμπα μέσα
σε κουβέρτες στο υπόγειο
καθώς το φως μπαίνει σε λωρίδες
πάνω απ'το κεφάλι σου
χαμόγελα με απέλπιδες ματιές
το τέρας κρύβεται πάντα κάτω 
από το κρεβάτι μας 
cinema και ποπ-κορν
...
λεωφορεία παρατημένα να σκουριάσουν
παλιές φωτογραφίες σου 
στο υπολογιστή μου
και μέσα στο στομάχι μου
τα όπλα είναι που κάνουν αυτό το κρότο
όταν εκπυρσοκροτούν
και αλλάζουν την μυρωδιά του σώματός μας
μυρωδιά από μέταλλο
...
ανεξέλεγκτες ματιές
γεμάτες λάμψεις
τα φώτα σβήνουν στην ύπαιθρο
με λερωμένους καθρέφτες 
και ματωμένα ξυράφια
ποτέ
δε
φανταζόμουν
οτι 
θα
μπορούσες
αλήθεια
να το κάνεις αυτό
αλατόνερο
μέσα σε πισίνες
τα μεσάνυχτα
όταν ανοίξεις τα μάτια σου
θα είμαι πιο κοντά
όταν ανοίξεις τα μάτια σου
οι ανάσες μας θα χορεύουν 
και τα χείλη μας ίσος να φιλιούνται 
βρεγμένα από δικά μας, αλμυρά δάκρυα

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Σταθμός

Οκ... οκ... Γιατί, έχω αρχίσει και πιστεύω πια, ότι κάποιος μου κάνει πλάκα... Κάποιος που ελέγχει τα κοσμικά δρώμενα με κάποιο μαγικό τρόπο το τελευταίο χρόνο σπάει πλάκα μαζί μου. Οκ είπαμε... πάει ένας, πάνε δύο, πάνε τρεις (για αυτήν θα μου πεις το ήξερες...) πάνε τέσσερις κτλ κτλ... αλλά κάτσε λίγο... κάθε άνθρωπος που γνωρίζω δηλαδή? Δε ξέρω... μήπως είναι και κάποιο σημάδι σκέφτομαι από την άλλη. Σα να σου λένε "Σήκω και φύγε και συ αγόρι μου! Τί δε καταλαβαίνεις? Πόσο πιο ξεκάθαρα να το κάνουμε πια?" Δεν έχω που να πάω και γω βέβαια... αλλιώς μάλλον θα ήμουν κάπου αλλού τώρα.

Δε ξέρω πια... Με κουράζουν όλα αυτά... πάρα πολύ. Πλέον δε μπορώ ούτε να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ ότι βρισκόμαστε σε μια αναμονή για κάτι οριστικό... Ακόμα και με πολύ μικρά πράγματα. Με άτομα που έχω γνωρίσει εδώ και κάνα μήνα, και τα συμπαθώ, και πιστεύω οτι θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, να μιλήσουμε με τα ίδια χρώματα. Παρόλο που τα ξέρω τόσο λίγο, πλέον μου φαίνεται αβάστακτο όλο αυτό, απύθμενα κουραστικό και ψυχοφθόρο. Που στην πραγματικότητα δεν είναι. Αλλά αλήθεια... κουράστηκα... πρέπει με κάποιο γαμημένο τρόπο να ξεκουραστώ... αλήθεια... Θέλω επιτέλους να συμβεί κάτι καλό! Κάτι... 

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Τελικά ήταν φθινόπωρο

Ήταν καλοκαίρι λέει και όλα τα περβάζια έδειχναν προς τη θάλασσα. Οι νύχτες πάντοτε ξημέρωναν και πάντα το φως των απογευμάτων μας θύμιζε τα χρόνια που ζούσαμε ξαπλωμένοι σε μια αγκαλιά. Δε χρειαζόταν καν να μιλήσουμε τότε... όλα τα φωνήεντα ήταν τοποθετημένα στις πιο σωστές θέσεις της μικρής μας ζωής. Νόμιζα ότι σε ήξερα και δεν μου έλειπες. Νόμιζα πως θα μπορούσα να κοιτάζω για πάντα μέσα στα μάτια σου και να βλέπω την άλλη πλευρά του καθρέπτη. Άσπιλη, αμόλυντη από θυσίες και αγάπη, αμόλυντη από αφορισμούς...

 Τα καλοκαίρια αλλάζουν όμως, μεταμορφώνονται. Βλέπω τα μάτια σου σε άλλους ανθρώπους και τους ακολουθώ. Περιμένω να γυρίσουν σπίτι "μας". Περιμένω να γυρίσουν να με κοιτάξουν και να με αναγνωρίσουν με ένα πλατύ χαμόγελο. Για κάποιο λόγο... για κάποιο γαμημένο λόγο το περιμένω αυτό...

Οι άνθρωποι γύρω μου βλέπουν ότι είμαι μισός ακόμα και μου το λένε. Μου λένε να γίνω ολόκληρος ξανά. Δε καταλαβαίνουν νομίζω, ότι αν δε μου το έλεγαν, μάλλον δε θα προσπαθούσα καν να γίνω ολόκληρος, γιατί έχω ξεχάσει πια τι σημαίνει αυτό.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Μ. και "Ο κανονικός τίτλος"

Για την αποποινικοποίηση του μαύρου
και τις αβέβαιες ανάσες σου
για τις μαύρες καμπύλες των ματιών σου
για τις βλεφαρίδες, που από πίσω τους κρύβεσαι

Για τις μαύρες γάτες
που με κοιτούν μέσα απ΄τα μάτια σου
Για τα παιδικά σου μάγουλά
και τα κεράσια που πάντα μου θυμίζουν

Για τα μικρά μυστικά
που μου ψιθυρίζεις νευριασμένη
και για το πόσο θυμώνω
με όσους έχεις επιβάτες στο κεφάλι σου

Για τα βιαστικά πρωινά
με τον ήλιο να τρέχει
πάνω στα μαλλιά,
και μέσα στο μαξιλάρι σου

Και τέλος... σε αγαπώ
για τα μεσημέρια του καλοκαιριού
που εισβάλουν στην καρδιά μου
κάθε φορά που με παίρνεις τηλέφωνο

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

13/6/2016

Με ρώτησες τί σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν ότι είμαι χαρούμενος. Δε μπορούσα να κρατήσω τα χείλη μου από το να χαμογελάσουν, ούτε τα μάτια μου, ούτε τα χέρια μου, ούτε το κόσμο γύρω μου, ούτε τη βροχή που έσκαγε πάνω μου, σαν βροχή από μικροσκοπικούς μετεωρίτες που κατά την επαφή με το δέρμα μου εκρήγνυνται σε πολύχρωμα θρύψαλα. Σκεφτόμουν πόσο καιρό είχα να νιώσω έτσι. Έφτασα περίπου στην παιδική ηλικία ψάχνοντας.

Έβλεπα την κόκκινη κουκούλα που φορούσες λόγο της βροχής μετεωριτών καθώς στεκόσουν μπροστά μου ακίνητη, σχεδόν μουδιασμένη, σα να μην ήταν κανένας γύρω σου. Σε έπιασα από τον ώμο για να δω το πρόσωπό σου να ακτινοβολεί από δάκρυα, να εκπέμπει φωτεινά βλέμματα, χαμόγελα και... και οι λέξεις γραμμένες εδώ αρχίζουν να είναι μικρές, αδύναμες, φτωχές και κουρασμένες. Κοίταξα γύρω μου και είδα κι'άλλα (βρεγμένα) χαμόγελα, είδα εκστασιασμένα χέρια και λαμπερά βλέμματα μέσα στο σκοτάδι. Σκεφτόμουν ότι ήμουν χαρούμενος...

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Μαρμότα

... μισομεθυσμένος κατά τις 10-11 κατά μέσο όρο... Μπορεί να ξυπνήσω και τις 8 ή τις 12 πιο σπάνια. Τις 11 έχω πρόβα ας πούμε και έρχεται ο Π. και με παίρνει με το αυτοκίνητο κατά τις 11μισή. Κάνει το κόπο να ανέβει σπίτι μου στο 1ο όροφο, για να μου κουβαλήσει τη βαλίτσα με τα πετάλια. Μετά την εγχείρηση για την κήλη δεν μου επιτρέπω να κουβαλάω βαριά πράγματα και τα πετάλια ζυγίζουν καμιά 20ρια κιλά.

Στη πρόβα δε θα δουλεύει αρχικά ο ενισχυτής μου γιατί ο Ν. ήθελε να δοκιμάσει ένα (τεχνικοί όροι) και αποσύνδεσε τα (τεχνικοί όροι) από τον ενισχυτή μου για να συνδέσει το (τεχνικοί όροι) αλλά ξέχασε να τα ξανασυνδέσει. Θα πάρω έναν άλλο ενισχυτή που θα βρω πίσω από την κουρτίνα του stage και θα συνεχίσουμε την πρόβα για 2-3 ώρες. Στα τελευταία 2-3 κομμάτια που θα παίξουμε θα έρθει κάποιος να μας χαιρετήσει και να δει την πρόβα. Μπορεί να περάσει ο ιδιοκτήτης του χώρου ο Ν. που πέρασε να κάνει μια δουλειά, ή η Μ. με την αδερφή της και την Χ. .

Όταν τελειώσουμε θα μαζέψουμε και θα βγούμε έξω εντυπωσιασμένοι από το πόσο φωτεινός είναι ο ήλιος. Κάποιοι θα πάνε για καφέ, μπορεί να πάω και γω καμιά φορά. Όμως τώρα θα πάω με τον Π. σπίτι και στο αυτοκίνητο θα λέμε πως πήγε η πρόβα. Θα φάω ότι μαγείρεψα χτες ή θα μαγειρέψω κάτι. Θα κοιτάζω το facebook μέχρι να τερματίσω το scroll down και μετά θα ξεκινήσω απ'την αρχή... Θα χαζέψω στο you tube και θα απαντήσω σε κάνα τηλέφωνο κατά τις 7 που θα μου λέει να πάμε καμιά βόλτα κατά τις 8 με την Μ. . Θα πάμε στη πλατεία και μπορεί και στην θάλασσα. Ακολουθεί καφεδάκι στην "Αρκούδα" με μια πιο μεγάλη παρέα απ'την οποία μαθαίνω γιατί δε δούλευε ο ενισχυτής το πρωί και μετά το γράφω παραπάνω. 

Κατά τις 10 και, θα πάω να δω την Χ. που παίζει σε μια εκδήλωση που θυμίζει πάρτι μικρομασώνων της Κέρκυρας. Τέχνη με οδηγίες χρήσης: Σε ένα μπολ βάζουμε το βιολί - τσέλο με απαγγελία ποίησης, φουλάρια, μπλε-κόκκινο φωτισμό και την χορωδία φωνών ενός Κερκυραϊκού συλλόγου, προσθέτουμε νερό και ανακατεύουμε καλά. Βγαίνουμε έξω και συζητάμε με τον Μ. για αυτό που βλέπαμε... Η random  συνάντηση της ημέρας συμβαίνει τώρα και έρχονται ο Π. και τα υπόλοιπα παιδιά. Πηγαίνουμε να καθίσουμε στα τσιπουράδικα και τελικά βρίσκουμε να καθίσουμε σε ένα ξεχασμένο τραπέζι. Ξέχασα να σας πω ότι πιο πριν είχαμε συναντήσει random και τον Γ. και είπαμε να του στείλω που θα κάτσουμε για να δει μήπως έρθει. Έρχεται και μιλάμε για το video-clip με τους παπάδες, τα άμφια, τους δαιμονισμένους και τα γουρούνια. Ο φίλος του Γ. που ήρθαν μαζί και ξεχνάω πάντα το όνομά του (νομίζω είναι Μ.) δε μιλάει και μας κοιτάζει παραξενεμένος. Του εξηγούμε για το video-clip... 

Μου στέλνει μνμ η Μ. και μου λέει ότι είναι στο μπαρ που κάναμε πρόβα το πρωί. Μου δίνει και άλλες πληροφορίες... Πηγαίνουμε εκεί με την Χ. τον Γ. και τον φίλο του. Βρίσκουμε τον Τ. την Μ. την Μ. και την αδερφή της την Ν. και τον ιδιοκτήτη τον Ν. . Πίνουμε, μιλάμε με τον Γ. και τον Ν. για μουσικές και συγκροτήματα, φλερτάρω λίγο με τη φίλη της Μ. . Χαιρετάμε τον Π. και τον Σ. που κάθονται απέναντι μας, πίνουμε, μιλάμε μπερδεμένα ξαναπίνουμε και κατά τις 3 παραπατάω προς το σπίτι. Κοιτάζω το φου-μπου και κατά τις 4 κοιμάμαι... Βλέπω πολύ συχνά το ίδιο όνειρο, ότι είμαστε μαζί σπίτι και εσύ έχεις αποφασίσει ότι θα φύγεις. Η αναμονή του ότι θα φύγεις μου φέρνει κλειστοφοβικά συναισθήματα... μοναξιά... αισθάνομαι τόσο μόνος... αναπόφευκτο... Στο τέλος από το όνειρο συνήθως κλαίω...

Ξυπνάω... (επαναλάβετε ξανά απ'την αρχή)

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

.-

Σαν να βγάζεις από πάνω σου τα παλιά ρούχα, τα σκισμένα τα βρώμικα ρούχα, τα λιωμένα, που τα αγαπάς τόσο πολύ, που έχουν γίνει ένα με σένα... που νομίζεις ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι σου. Αλλά τώρα έχουν αλλάξει. Δεν είναι τα ίδια απ'όταν τα πρωτογνώρισες πριν 13 χρόνια, πριν 18 χρόνια. Πριν να είσαι αυτός που είσαι. Όταν κάποιος άλλος που σου έμοιαζε τα διάλεξε... και συ τ'αγάπησες τόσο πολύ ώστε νόμισες ότι ήταν ένα με το σώμα σου.

Τα μανίκια τους κόπηκαν, έλιωσαν, αδυνάτισαν, κρέμασαν οι ραφές τους από την πολύ τριβή, από την διαρκή γνώση ότι είναι εκεί, από το να ξεχνάμε ότι είναι εκεί, από το να το ξεχνούν κι'αυτά.
Και τώρα συνειδητοποιείς ότι σε βαραίνουν, ότι κολλάνε πάνω σου. Για πρώτη φορά σκέφτεσαι να τα βγάλεις... και να μείνεις γυμνός. Σκέφτεσαι πώς θα ήταν (άραγε) χωρίς αυτά. Σκέφτεσαι αν θα βρείς άλλα να σου κάνουν. Σκέφτεσαι αν θα μπορείς να πάρεις άλλα. Σκέφτεσαι τί μέρα της εβδομάδας είναι... Σκέφτεσαι τι ακριβώς κάνεις εδώ... και προσπαθείς να κοιταχτείς στον καθρέφτη. Κάτι σου θυμίζει ο κύριος... είναι συμπαθητικός βρίσκεις. Σου λέει οτι είναι κουρασμένος. Όλο αυτό σου λέει τελευταία. Δείχνει κουρασμένος, απογοητευμένος, έτοιμος να τα παρατήσει, έτοιμος να μην τον ενδιαφέρει τίποτα πιά. Το χαμόγελο δεν έχει την λάμψη που'χε παλιά, τα μάτια πιο κυνικά απο ποτέ και τα χείλη πολύ πιο ειρωνικά απ'ότι θυμάσαι. Δε μπορούσε όμως να δει τα λιωμένα ρούχα πάνω του. Δε μπορούσε να δει ότι τον ενοχλούν και οτι θα έπρεπε να τα είχε αλλάξει κάποια στιγμή. Τώρα θέλει να τα διώξει όλα. Τώρα βλέπει πιό καθαρά. Τώρα γίνονται όλα όσα φοβόταν... μαζί, ταυτόχρονα. Τώρα μένει γυμνός, γιατί καθώς βγάζει ένα ρούχο από πάνω του (αυτό που αγαπά πιο πολύ, αυτό που κάλυπτε όλο του το σώμα) βλέπει και άλλα να ξεκολλούν και να κρέμονται ετοιμόρροπα και να πέφτουν και να χάνονται.

Θέλω τόσο πολύ να τα τραβήξω όλα αυτά τα κουρέλια απο πάνω μου. Θέλω να απελευθερωθώ από αυτά... κιας μείνω γυμνός, κιας κρυώνω. Με ένα μαγικό σχεδόν τρόπο όμως βλέπω ότι έρχονται άλλοι άνθρωποι και με αγκαλιάζουν με όλη τους τη καρδιά, έρχονται άνθρωποι που δεν τους περίμενε κανείς, απρόσκλητοι, όμορφοι, χαρωποί, γεμάτοι αγάπη και χαμόγελα, που προσπαθούν να με αγκαλιάσουν. Προσπαθούν να με κοιτάξουν στα μάτια, κάτω από τη μάσκα μου, κάτω από την ευγενική πρόσοψη.

Κάποιες φορές νοιώθω ότι είναι πολύ αργά, ότι είναι καλύτερα να κοιμηθώ, να τα παρατήσω και να ξεκουραστώ, αλλά συνεχίζω για αυτούς που με αγκαλιάζουν και κρέμονται από πάνω μου, με κάνουν να χαμογελάω ξανά. Και τώρα πρέπει να γίνω πιό όμορφος, πιο ενδιαφέρον, πιο αποτελεσματικός. Να αποφασίζω για 'μένα, να διαλέγω να κάνω τα δικά μου λάθη, να γίνω δικός μου ξανά, να λέω αυτά ακριβώς που θέλω όταν τα θέλω και να ζητάω... να ζητάω ξανά.

Τώρα βρίσκομαι ανάμεσα

Ελπίζω να μην είμαι τόσο κουρασμένος όσο λέω...

Λ.

Μου 'χες πει ότι θα σε έβρισκα στην πλατεία, κάθε καλοκαίρι, κάθε απόγευμα, όποτε ήθελα. Ότι δε θα ξεχνούσαμε τις ανάσες μας και θα περιμέναμε υπομονετικά να βρεθούμε ξανά. Σαν να ήταν σίγουρο ότι θα βρεθούμε, σα να τα είχαμε κανονίσει όλα. Σε πίστεψα επειδή είδα πόσο φυσικά και αβίαστα το πίστευες όλο αυτό... Σου γκρίνιαζα αρχικά, ότι θα χαθούμε και ότι δε θα μιλάμε πια στο τηλέφωνο, ούτε θα μου στέλνεις πια μηνύματα με τελείες, αποστρόφους και παρενθέσεις να σχηματίζουν αρκουδάκια.
Οι μέρες πέρναγαν όπως περνάνε και σήμερα. Με τον ήλιο να μας κάνει να χαμογελάμε με το ζόρι και τις πυγολαμπίδες το βράδυ να έρχονται κοντά μας και να μας ψιθυρίζουν αλήθειες με τις λεπτές φωνές τους. Πάντα με κοίταζες σα να θέλεις κάτι να μου πεις και σα να αμφιβάλλεις για το αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω εγώ. Φορούσες ένα άσπρο στενό φανελάκι ένα σκουρόχρωμο τζίν και ένα σταυρό. Θυμάμαι που μου έλεγες πόσο περίεργη εφεύρεση θεωρείς τα παπούτσια.
Περπατούσαμε μαζί στο φρούριο και μου έλεγες με μισόλογα για το τι συμβαίνει στη ζωή σου. Νομίζω περισσότερο για να τα ακούσεις εσύ τα έλεγες... Ένοιωθα ότι ήθελες να μου μιλήσεις αλλά φοβόσουν να πεις τα πράγματα που συνέβαιναν. Για την μητέρα σου... για το ότι θα έφευγες και θα πήγαινες στην Αθήνα, για τις μπερδεμένες σκέψεις σου... και για το ότι κάποιες φορές ο καλοκαιρινός ουρανός μαύριζε και όλα γύρω σου σκοτείνιαζαν και αρρώσταιναν. Σου τα έλεγα και εγώ αυτά... με κοίταζες με μισάνοιχτο το στόμα...
Και μετά ξαφνικά χιόνιζε! Πηγαίναμε βόλτες στη Γαρίτσα, ανάμεσα στη θάλασσα και στα δέντρα, ανάμεσα σε αυτά που σκεφτόμασταν και σε αυτά που λέγαμε. Άσπρα άνθη από τα δέντρα παρασύρονταν από τον ανοιξιάτικο αέρα και γέμιζαν τα πάντα γύρω μας. Όλοι οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν χιονισμένοι κάθε άνοιξη.
Τελικά νομίζω είχα δίκιο σε όσα λέγαμε. Χαθήκαμε, μεγαλώσαμε, βρεθήκαμε εδώ και εκεί, γίναμε κάποιοι άλλοι. Ευχάριστα όλα αυτά! Ευχάριστα...
Το πρόβλημα είναι οτι δυσκολεύομαι να ξεχάσω... αυτο είναι όλο.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Αποτίμηση



Να προχωράς μπροστά μου είχες πει
και να μιλάμε για ήττες, για σκιές και για αγίους
μου'χες πει
για τις βαλσαμωμένες προσευχές μες στους θανάτους
και για τις πιο μικρές σου αναμονές
για αυτές που'ναι σα να μη πέρασαν ποτέ
σα να ξεχάστηκαν στο σπίτι όπου έμεινες μικρός
από την άνοιξη παλιά μέχρι και τώρα στο περβάζι
να κοιτάμε το φεγγάρι πριν να βγει
(μου είχες πει)
να πιούμε
για τις μέρες, για τις νύχτες, τα πουλιά και τους ανθρώπους, για τις νεκρές σου τις ματιές, για τα πιωμένα σου τα χείλη και τα σβησμένα, άναστρα μάτια σου, θαμμένα στην καρδιά σου
να πιούμε για τις μέρες και τις νύχτες όπου χάθηκαν τ'αστεία που δεν είπαμε
(και με αυτά να γελάμε ξανά)
να ακούσουμε ξανά τις πρώτες σου κασέτες
σαν τα όνειρα των εραστών τoν Αύγουστο
σαν ηλιαχτίδες στα πρωινά φύλλα των δέντρων
άκουγα τις μέρες τότε πόσο γέλαγαν
και πως πεθαίναν ξαπλωμένες στο κρεβάτι
πάντα κάτι έμενε στο νου μου να σου πω
και συ μου έλεγες " ένα ακόμα σκαλοπάτι "