Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Χτές το βράδυ...


Κοίταζα το φως της λάμπας μέχρι να θυμηθώ τα μάτια σου. Περπάτησα μίλια σήμερα...από την μία άκρη του σπιτιού στην άλλη. Σκέφτομαι: "Μπορώ να γράψω οτιδήποτε", αλλά γράφω ότι με βλέπω, στον αντικατοπτρισμό απ' το τζάμι, να γράφω στο σημειωματάριο που μου χάρισες. Ακούω το ψυγείο...ακούω τον θόρυβο των ηλεκτρικών συσκευών και την μοναξιά μου να ουρλιάζει καθισμένη δίπλα μου στο καναπέ.

Ήπια λίγο ούζο σήμερα και θυμήθηκα την πλατεία Όλγας και το παγκάκι που καθόμασταν. Τα δέντρα έστελναν τα φύλα τους πάνω μας όταν καθόμασταν εκεί. Τα μοβ φύλλα και άνθη τους...Κάλυπταν όλο το πεζοδρόμιο της πλατείας και το χρωμάτιζαν με μοβ πινελιές. Καθόμασταν και κοιτούσαμε το γρασίδι και τα δέντρα απέναντί μας. Σου κρατούσα το χέρι...και συ, με φιλούσες στον κρόταφο, για να γυρίσω να κοιτάξω τα λαμπερά μάτια σου και να έρθουν οι ανάσες μας πιο κοντά.

Ήπια και λίγη μπύρα και μαγείρεψα σήμερα...για να θυμηθώ πιο ζωντανά την γεύση του φαγητού όταν τρώγαμε μαζί. Κοίταζα τις φωτογραφίες μας καθώς σου μιλούσα στο τηλέφωνο. Τώρα περιμένω, ακούγοντας τα δευτερόλεπτα να αντηχούν μέσα στο δωμάτιο.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Εεε δε μπορώ άλλο!! Πάρτα!!!


Οι άνθρωποι μάλλον είναι πολύ μπερδεμένοι. Οι άνθρωποι είναι πολύ αλλόκοτοι. Όλοι συμφωνούμε ότι το να σκοτώνουμε κάποιον είναι"κακό" και ότι ο πόλεμος δεν είναι κάτι "καλό". Αλλά καταχειροκροτούμε λέει τους ανάπηρους πολέμου. Γιατί; Επειδή πήγαν στον πόλεμο;...που είναι κάτι κακό; που σκότωσαν άλλους ανθρώπους; ή που κατάφεραν να γυρίσουν από τον πόλεμο; ή επειδή είναι ανάπηροι...από λύπηση; "Γιατί πολέμησαν για την πατρίδα!!" σου λέει ο άλλος. Ααα.. πήγαν δηλαδή στο πόλεμο, σκότωσαν κάποιους άλλους ταλαίπωρους και έμειναν ανάπηροι για τα συμφέροντα κάποιων άλλων. Τώρα μάλιστα...Γιατί η πατρίδα μας, μας στηρίζει πάντα στις δύσκολες στιγμές...Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Ας μας εξηγήσει κάποιος τί ακριβώς είναι η πατρίδα;... Είναι οι Μητσοτάκηδες, οι Καραμανλήδες και οι Παπανδρέηδες; Είναι το ΛΑΟΣ; είναι αυτή η φούντωση η φλόγα; είναι τα κορδωμένα κορμιά των στρατιωτικών; είναι η κοινωνία μας; είναι οι αρχαίοι Έλληνες; Γιατί εγώ μέχρι τώρα, κανένας από τους παραπάνω (και πολλοί άλλοι) δεν με έχει βοηθήσει σε δύσκολες, ούτε σε εύκολες καταστάσεις. Ποτέ δεν θυμάμαι να στηρίχθηκα στο κράτος και αυτό να μην με άφησε να πέσω. Ποτέ δεν θυμάμαι να μην ανησυχούσα αν θα λάβω τελικά πράγματα που τα θεωρούσα αυτονόητα. Πάντα θυμάμαι να αγωνιώ και να αγωνίζομαι πολύ περισσότερο απ΄ότι θα έπρεπε για να έχω μια θέση στο πανεπιστήμιο και μια υπόσχεση ελπίδας ότι θα βρω δουλειά. Ενώ άλλοι δίπλα μου, επειδή ο μπαμπάκας τους είναι πατριώτης και ο γιος του φυσικά πολύ καλό παιδί, να διαλέγουν σε πιά σχολή θα πάνε.

"Λέω να πάω στην Ιατρική... Ξέρεις μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά και θα τα διαβάζω μάλλον. Τώρα εδώ με τους Η/Υ τα βαριέμαι."

Ένα πράγμα έχω καταλάβει πάντως: Η πατρίδα είναι κάτι που με περιλαμβάνει όταν έχω υποχρεώσεις απέναντί της, ενώ είναι κάτι ξεχωριστό από εμένα όταν ζητάω τα αυτονόητα από αυτήν.

Φαντάζεστε όμως, να πίστευαν όλοι το ίδιο με εμένα; Ποιος τότε θα υποστήριζε τα μεγάλα κόμματα και την γλυκιά μας την πατρίδα; Θα επικρατούσε χαααάος και αναρχιιιιιία και φοοοοόβος και πανουούκλα και ο θεός θα έριχνε βατράχια να μας φάνε όλους και ακρίδες να φάνε τα σπαρτά μας και σπαρτά να φάνε οι ακρίδες αν δεν είχαμε...(Παααάει καηήκαν όλοι!!! Καίγονται τωωώρα!!! εε Billy; ) Η λέξη πατρίδα έχει ξεφτιλιστεί πλέον... Χρησιμοποιείται από κάποιους επιτήδειους, όπως η λέξη μπαμπούλας, για να υπομένουμε την καθημερινή κατάφωρη βία και αδικία που βιώνουμε.

Αλλά ευτυχώς "έχει ο θεός"... Γιατί όσους δεν τους πιάνουμε με την πατρίδα, τους πιάνουμε με τον θεό. Δεν πειράζει και να υποφέρουμε σε αυτή τη ζωή, στην άλλη θα τρώμε μέλια και ρύζια και θα έχουμε παρθένες (καλά στον Ισλαμισμό ξέχασαν τελείως τις γυναίκες) και θα πάμε στον παράδεισο αν υποφέρουμε πολύ, γιατί ο θεός κάθεται τώρα και μας κοιτάζει που αδικούμαστε και τα σημειώνει όλα. Αν είναι καλοί άνθρωποι τους παίρνει μαζί του στο παράδεισο ενώ αν είναι κακοί πάνε στη κοοοόλαση που κάνει πολύ ζέστη. ΟΚ...Καλά τώρα...ο θεός δε έφτιαξε τον άνθρωπο; Και καλά, όταν τον έφτιαχνε δεν κατάλαβε ποιοι του βγήκαν καλοί και ποιοί σκάρτοι; Πρέπει να τους στείλει στην γη, για να δει αν θα τον πιστέψουν και θα πάνε στην εκκλησία για να καταλάβει;...Με την μέθοδο δοκιμής και λάθους λειτουργεί και ο θεός; Ή έφτιαξε και μερικούς κακούς για να παίζει κουκλοθέατρο μαζί με τον Βεελζεβούλ στη γη;

Το θέμα στο τέλος όμως είναι να την παλέψουμε. Γιατί όσο κι αν κατανοούμε κάποια πράγματα το μόνο που καταφέρνουμε είναι να γινόμαστε πιο δυστυχείς και να αισθανόμαστε πιο μόνοι. Σκοπός μας πρέπει να είναι η ευτυχία και η χαρά. Η δικιά μας αλλά και του διπλανού μας. Γιατί πιστεύω ότι δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ ευτυχισμένοι όταν κάποιος δίπλα μας δεν είναι...Μπορεί να πέσουμε αλλά σημαντικό είναι να ξανασηκωθούμε...

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Πιες μια μπύρα να σε φτιάξει...


Παίζει να ήταν από τα πιο μεγάλα μεθύσια που έχω κάνει ποτέ. Τα μέγιστα δεν τα θυμάμαι για ευνόητους λόγους. Για παράδειγμα ήθελα το καλοκαίρι που μας πέρασε να γράψω για όταν πήγαμε με τον Βασίλη στον Ανεμόμυλο, στη Γαρίτσα, για 1 μπουκάλι νόστιμη τεκίλα, αλλά αυτά που μόνο θυμάμαι είναι ότι μας πήρε 1 ώρα να γυρίσουμε σπίτι, ότι πέταξα την μπουκάλα πάνω στα βράχια και ότι είδαμε κάτι σαν... έναν άσπρο σκούφο να διασχίζει την θάλασσα δίπλα μας και σκάσαμε στα γέλια χωρίς λόγο. Ο Γιάννης μου είχε προτείνει να γεμίσω τα υπόλοιπα με τελείες...Πλάκα θά'χε....

Ήμασταν σπίτι του Γιώργου και της Ηλιάνας και ήταν Τσικνοπέμπτη. Είχαμε οργανωθεί από την προηγούμενη μέρα(Τρίτη νομίζω ήταν...) και τα είχαμε όλα. Ψησταριά, ψήστες (εμάς), σουβλάκια, και σουβλακοφάγους. Το σπίτι ήταν σαν ντισκοτέκ λόγο όχι μόνο του καρναβαλιού, αλλά και του Γιώργου. Ένα χόμπι του ήταν να αγοράζει πράγματα που έβρισκε στο ίντερνετ σε χαμηλές τιμές, άσχετα με το αν τα χρειαζόταν ή όχι. Στο νταβάνι κρεμόταν μια ντισκομπάλα, υπήρχαν παντού φούξια πούπουλα, φούξια φουλάρα και μικροπράγματα και όλα αυτά μαζί με ένα μηχάνημα που έκανε μπουρμπουλήθρες, δημιουργούσαν ένα τελείως αλλόκοτο και ψυχεδελικό σκηνικό.

Δέν ήμασταν πολλά άτομα...Είχαμε μαζευτεί οι συνήθεις ύποπτοι για εκείνη την περίοδο. Είχαμε πάρει υπερβολικά πολλά σουβλάκια. Θέλαμε όμως και λουκάνικα, έτσι πήγαμε με το Γιώργο και πήραμε και υπερβολικά πολλά λουκάνικα. Αρχίσαμε να ψήνουμε από τις 6 το απόγευμα. Ευτυχώς είχε τέντα στο μπαλκόνι του όπου ψήναμε, γιατί τότε άρχισε να ψιχαλίζει. Όταν έπεφτε η νύχτα είχαμε αρχίσει να τρώμε τα πρώτα σουβλάκια και να πίνουμε καμιά ρετσίνα και ένα γλυκό λευκό κρασί που είχε φέρει η Ελένη.

"Καλά είναι τα σουβλάκια" έλεγε ο Γιώργος "Ήθελαν όμως κι άλλο πιπέρι"

Οτιδήποτε και αν έτρωγε έπρεπε να έχει "κι άλλο πιπέρι". Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήθελε να μας αποδείξει ότι αντέχει περισσότερο απ' το καθένα μας τα καυτερά φαγητά...Πάντως τα κατάφερε και μας το απόδειξε. Έτρωγε απίστευτες ποσότητες πιπεριού και μπούκοβου σε καθημερινή βάση... Απ'ότι θυμάμαι δεν του άρεσαν τα Αll bran...Δεν είχε βγει και το Activia τότε... Πρέπει να ήταν δύσκολα τα πράγματα...

Anyway...Νομίζω ότι ακόμα μπορώ να γευτώ την γλυκιά γεύση που άφηνε το λευκό κρασί που πίναμε. Αυτή η σχεδόν ζαχαρώδη γλυκάδα του, το έκανε φθηνό αλλά και ιδιαίτερα ευχάριστο. Από την άλλη υπήρχε και ρετσίνα... Αντιμετώπισα αυτό το τρομερό δίλημμα, αλλά τελικά κατέληξα πως θα πιω και άπ' τα δύο. Αργότερα ήρθα και άλλοι δύο φίλοι του Γιώργου. Καθόμασταν έξω στην βεράντα και ήταν βράδυ πλέον. Πίναμε, γελούσαμε, λέγαμε κουταμάρες και όσο περισσότερο πίναμε τόσο περισσότερες κουταμάρες λέγαμε. Η δίψα εκείνη την νύχτα ήταν φοβερή. Διψούσαμε φοβερά. Οι ρετσίνες και το κρασί μας τελείωσαν σχετικά γρήγορα. Ψάχνοντας στο σπίτι για ποτά ανακαλύψαμε 5-6 γεμάτες μπουκάλες. Η μία από αυτές ήταν ούζο με μαστίχα Χίου. Δοκιμάσαμε λίγο και ήταν αηδία...θα το αφήναμε για το τέλος... Αρχίσαμε να πίνουμε χωρίς φόβο και πάθος...

Μέσα στο σπίτι η ντισκομπάλα χόρευε στο ρυθμό της μουσικής και όλα έμοιαζαν να λικνίζονται μαζί της...Η τηλεόραση, τα ράφια, τα ποτήρια μας, χόρευαν, αφήνοντας πίσω τους ίχνη απ' όπου περνούσαν. Καθισμένοι στον καναπέ κοιτάζαμε τηλεόραση χωρίς να βλέπουμε τί δείχνει. Ξαφνικά είδα μπουρμπουλήθρες να έρχονται από τα δεξιά του οπτικού μου πεδίου. Τότε όλα άρχισαν να φαίνονται σαν αρνητικά μιας φωτογραφίας και να φωσφορίζουν στον ρυθμό της μουσικής. Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι πάθαινα εγκεφαλικό αλλά μετά κατάλαβα ότι ο Γιώργος είχε ανάψει το black light. Η κατάσταση μέσα στο σπίτι ήταν παρανοϊκή, γι' αυτό σιγά σιγά αρχίσαμε να μετακινούμαστε προς τη βεράντα.

Πίναμε από όποιο μπουκάλι ήταν πιο κοντά μας κάθε φορά και έτσι στα ποτήρια μας μπορεί να υπήρχε ένα κοκτέιλ από ρούμι, βότκα και μαρτίνι ή οτιδήποτε άλλο. Ένοιωθα να βουλιάζω στην πλαστική καρέκλα μου και προσπαθούσα να ανασηκωθώ αλλά πάντα έμενα στην θέση που ήμουν. Ξεκινήσαμε μια τρελή κουβέντα με ένα από τα παιδιά για το αν υπάρχει ο θεός και ο Χριστός... Δεν θυμάμαι ακριβώς τι λέγαμε. Θυμάμαι ότι μιλούσαμε με τεράστιες, μεθυσμένες και ακατανόητες προτάσεις. Σε κάποια στιγμή μου έλεγε κάτι ιστορίες για τη μάνα του..., ενώ εγώ να του απαντούσα για το ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από μια μεγάλη έκρηξη και άλλα τέτοια. Όταν καταλάβαμε και οι δυο μας ότι αυτή η κουβέντα θα μπορούσε να συνεχιστεί στο άπειρο αν θέλαμε, κοιτάξαμε γύρω μας και είδαμε ότι είχαμε μείνει μόνοι μας στη βεράντα μαζί με δυο τελειωμένες μπουκάλες πάνω στο σπασμένο τραπεζάκι. Μπήκαμε μέσα και ήπιαμε το ούζο με την μαστίχα Χίου...

Πρέπει να ήταν 3 τα ξημερώματα όταν αποφασίσαμε να πάμε στην πλατεία να κάνουμε πατίνια. Περπατούσαμε σα ζόμπι στην άδεια πόλη μέχρι να φτάσουμε. Δεν σκέφτηκα καν να κάνω πατίνια γιατί καλά καλά δεν μπορούσα να περπατήσω. Οι άλλοι κάνανε και πέφτανε πάνω στα πλακάκια και μέσα στα παρτέρια με τις λάσπες...Ο Γιώργος καθόταν και αυτός δίπλα μου, με ένα κενό και υγρό βλέμμα. Τότε ήταν που του ήρθε η φοβερή ιδέα.

"Θα πιω μια μπύρα!" ανακοίνωσε. "Πιες και συ μια μπύρα να σε φτιάξει" μου λέει και αρχίζει να κατευθύνεται προς το περίπτερο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ του λέω να μου φέρει και εμένα μια. Όταν ήπια την μπύρα μονορούφι κοίταξα τις πολυκατοικίες γύρο μου και σκέφτηκα ότι είναι όλες ανάποδα... Νόμιζα πως οι πολυκατοικίες αντανακλούνταν σε κάποιο είδος υγρού, που μετά κατάλαβα ότι ήταν ο ουρανός... Δεν σάλεψα άλλο από το παγκάκι που καθόμουν μέχρι να φύγουμε. Κοιτούσα τις απέναντι πολυκατοικίες χωρίς να αναγνωρίζω πάντα τι έβλεπα. "Την μπύρα την πίνουμε όταν ξυπνήσουμε το άλλο πρωί και όχι όταν μας έχουν τελειώσει όλα τα ποτά από ένα μεθύσι" σκέφτηκα όταν γυρνούσαμε σπίτι κατά τις 5 τα χαράματα...

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Κατερίνη-Αθήνα 16/10/09


Οι πεδιάδες και τα βουνά γύρο μας είναι καλυμμένα με μπαμπάκι που μοιάζει με σύννεφα. Καφεπράσινα δέντρα αχνοφαίνονται μέσα του και με κάνουν να νοιώθω ότι θα 'θελα να ήμουν εκεί πάνω στο βουνό και να έτρεχα με τα χέρια ανοικτά κάτω απ'τον ουρανό. Ο λευκός ουρανός που μας καλύπτει έχει μια υποψία γκρι μέσα του που του δίνει άλλο νόημα. "Μακάρι να έβρεχε...να έβρεχε πολύ" σκέφτομαι και έξω από το παράθυρο εμφανίζεται ένας πράσινος ποταμός καλυμμένος από βλάστηση. Τα βουνά από πάνω του χάνονται μέσα στα σύννεφα και τώρα όλα τα φύλλα των δέντρων δίπλα μας, έγιναν ξαφνικά κίτρινα. Ξεκλέβουμε ματιές προς τον ποταμό μέσα από την πυκνή βλάστηση. /και μου λείπεις ήδη...

Πίναμε τσίπουρο με κρόκο Κοζάνης χτες. "Εινθ' κο μας" είπε ο μαγαζάτορας και μου εξήγησες ότι δεν μπέρδεψε την γλώσσα του όπως νόμιζα. Ήρθε και μας τσούγκρισε τα ποτήρια κερνώντας μας μια ρακί μόλις κάτσαμε...Σιδηροδρομικές ράγες και κίτρινα πρόβατα να κάνουν επέλαση πάνω τους...Χτες το τσίπουρο ήταν φοβερό αλλά δεν είχε καμία επίδραση. Λες να ήταν ο κρόκος Κοζάνης που το αφόπλιζε; Ίσος να ήταν και η επόμενη μέρα που μας βάραινε.. Σήμερα, που θα έφευγα. Θυμάμαι πόσο πολύ έβρεχε χτες και πόσο κρύο έκανε. Θυμάμαι πόσο χαρούμενος ήμουν που ακουμπούσες πάνω μου καθώς περπατούσαμε στα βρεγμένα πεζοδρόμια. Ήμουν ντυμένος και με τα 3 τζάκετ που είχα μαζί μου. Ήρθα στο τέλος του καλοκαιριού και φεύγω μέσα χειμώνα. Δεν υπήρξε Φθινόπωρο ανάμεσά τους...

Μουσική πλέον δεν χρειάζομαι στα ταξίδια. Σκέφτομαι σενάρια σε διαφορετικές πτυχώσεις της πραγματικότητας και απολαμβάνω το τοπίο, όποιο κι αν είναι αυτό. Καπνοί στροβιλίζονται στον αέρα μακριά μας. Η υγρασία και το βάρος της ατμόσφαιρας τους κάνουν συμπαγείς σαν σύννεφα που γεννιούνται στην γη και ανεβαίνουν ψηλά να συναντήσουν τους ομοίους τους. Τώρα όλη η πλαγιά γεμίζει από διάσπαρτες εστίες που καπνογονούν, όπως και στο 6ο από τα 7 όνειρα του Κουροσάβα. "Μα, τί καίνε απόψε;;" σκέφτομαι. "Γέμισε η πόλη αγάπη" που λέει και το άσμα. Γέμισαν όλες οι καφεκίτρινες πεδιάδες με καπνό...ή μήπως με ομίχλη;..ή με αγάπη;..με αγάπη για όσους τις κοιτάζουν...;

Ταξιδεύω πολύ τελευταία και έχω κουραστεί να νοιώθω ότι δεν έχω σπίτι. Νοιώθω κουρασμένος επειδή πραγματικά τώρα δεν έχω σπίτι. Με φιλοξενούν οι γονείς μου, οι γονείς σου, εσείς όλοι, και σας ευχαριστώ...Θολωμένα χωριά στην ομίχλη...Κατανοώ ακόμα καλύτερα την διαφορά στις λέξεις "home" και "house" που εύστοχα ξεχωρίζουν οι "φίλοι" μας οι Άγγλοι.

Κοιτάζω έξω απ'το παράθυρο και βλέπω...Βλέπω έναν πατέρα να παίζει με τον μικρό του γιο και την μικρότερη κόρη του σε ένα κατάμαυρο χωράφι δίπλα στο σπίτι τους. Από την θαλπωρή της θέσης μου, βλέπω 3 σκύλους να τρέχουν και τα χνώτα τους να γίνονται σύννεφα αμέσως μόλις έρθουν σε επαφή με τον παγωμένο αέρα. Βλέπω μια κατακόκκινη καλύβα, στραβοφτιαγμένη, ετοιμόρροπη, μικρή, θλιμμένη, στο κέντρο ενός άδειου και σκουρόχρωμου χωραφιού. Ακουμπισμένος στο πλάι της, καθισμένος κάτω, ένας γέρος με γκρι γένια που ακουμπούν πάνω στο χοντρό μπουφάν του...Θλιμμένος, μικρός, ετοιμόρροπος, στραβοφτιαγμένος.

Καθώς πάμε προς Αθήνα ο καιρός φαίνεται να φτιάχνει. Μου κάνει εντύπωση πόσο γρήγορα άλλαξε το περιβάλλον. Ο ήλιος σιγά σιγά δυναμώνει και όλο ζωντανεύουν τα χρώματα γύρο μας. Οι εργάτες που φτιάχνουν το δρόμο ξεκουράζονται τώρα κάτω από την σκιά μιας μεγάλης πινακίδας. Τα δέντρα έγιναν πράσινα ξανά και τα νερά σκούρα μπλε. Παρατήρησα έναν άνθρωπο να ψαρεύει σκεπασμένος από τα πελώρια δέντρα, καθισμένος στην κατηφόρα του δάσους που καταλήγει στη λίμνη(;). Ένοιωσα καλύτερα και έκλεισα τα μάτια μου για να ξεκουραστούν από τον ήλιο. Ποτέ δεν μπορώ να κοιμηθώ στα ταξίδια. Νοιώθω ότι έτσι θα χάσω το καλύτερο μέρος τους και η παρακολούθηση της μετάβασης με κάνει να εγκλιματίζομαι καλύτερα στο νέο μέρος.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009



Η απόλυτη ησυχία

και γεωμετρικά σχήματα να περνάνε μπροστά μου

σαν αριθμοί

σαν τις σταγόνες της βροχής

που ποτέ δεν επαναλαμβάνονται αλλά μοιάζουν τόσο πολύ

μοιάζουν σα σταγόνες νερό

και καθορίζονται από το δοχείο που τις περιβάλει

οι ψυχές μας...

κατοικούν μέσα στο δοχείο που μας περιβάλει

ο σφυγμός μας

δίνει ζωή σε όλα αυτά που μας ορίζουν

όπως φανταζόμαστε τον εαυτό μας να υφίσταται στο κενό...του διαστήματος

μέσα στο κενό

Στις απαρχές της ζωής και στην έννοια του χρόνου

πολεμάμε να νικήσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό

Να τον κατανοήσουμε

Μέσα από σπινθηρισμούς της πραγματικότητας

εντυπωσιασμένοι, νομίζουμε ότι είδαμε κάτι παραπάνω από την φαντασία μας

και τρέχουμε να το πούμε σε αυτούς που αγαπάμε πρώτα

Γιατί νομίζουμε ότι η αλήθεια και το ψέμα έχουν μεγάλη διαφορά

Γιατί μας αρέσει να κοιτάμε τ' άστρα ακόμα κι αν ξέρουμε ότι δεν θα τα δούμε ποτέ

Γιατί μας αρέσουν οι ιριδισμοί που φαίνονται στα μάτια μας, όταν ονειρευόμαστε μέσα στο σκοτάδι