Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Η μοναξιά πάνω στα πέταλα του ήλιου




Το γέρικο σώμα που κρυώνει στο φεγγαρόφωτο





Τα σκυλιά...









...που μας γρυλίζουν γιατί μας αγαπούν





ο ήχος του νερού που διαφέρει από του αίματος





Τα νύχια μεγαλώνουν ακόμα και στους νεκρούς





Τα μάγουλα μας όμως είναι κόκκινα ακόμα





και ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά μας καθώς περνά








χορεύοντας και τραγουδώντας ανέμελος, πάνω στο σώμα μας


Έχει πάντα την πρωταρχική γυναικεία μορφή









Γέρνει και γερνάει ------------------------>(γερνάει και γέρνει)




πάνω στα παλιά ξύλινα έπιπλά μας



Με αρώματα έβενου , λούστρου , παλιού ξύλου και γαρύφαλλου














να χύνονται σα θάλασσες στο βάθος της ψυχής μας

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Σταυροδρόμια





Γιατί έχω ακόμα αυτή την ανάγκη να σας συναντώ, να σας σκέφτομαι, να μιλάμε; Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμα να ηρεμήσω. Γιατί θέλω να σκέφτομαι συνέχεια τα παλιά και να αναπολώ με τις ώρες; Για ποιό λόγο μπορώ και ξεφεύγω τόσο εύκολα όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά; Γιατί παρόλο που γνωρίζω και βλέπω νέους ανθρώπους, φίλους γνωστούς κτλ, δε σας ξεχνάω ποτέ, και τους λέω όλο ιστορίες με εσάς; Γιατί εκθειάζω τόσο πολύ όλα όσα περάσαμε μαζί και όσα περνάω τώρα (εξίσου, αν όχι περισσότερο όμορφα) όλα φαίνονται κάπως ξεθυμασμένα και θολά(υπερβάλω, το ξέρω...); Νοιώθω όπως στο δημοτικό...να θέλω να συνεχίσουμε να παίζουμε τα παλιά παιγνίδια αλλά κανείς άλλος να μη συμφωνεί...να με κοιτάνε όλοι σαν περίεργο τύπο και να μη καταλαβαίνουν για τί τους μιλάω, σαν να περάσαμε ένα όριο πέρα από το οποίο ξεχνιούνται όλα. Σαν να πάθατε όλοι μερική αμνησία...και σαν σίριαλ με κοινά μυστικά όπου οι πρωταγωνιστές δε μιλάνε μεταξύ τους παρά σπάνια, και προσπαθούν ο καθένας με το δικό του τρόπο και μόνος του να συμβάλει στη λύση του προβλήματος. Δε νοιώθω οτι δεν έχω προσπαθήσει να έρθω πιο κοντά. Δε νοιώθω οτι δεν έκανα το πρώτο βήμα. Αλλά είσαστε όλοι μακριά...σαν να μην θέλετε πια να παίξουμε τα παλιά μας παιγνίδια.


Κυρίως όταν είναι απόγευμα και βλέπω τον ήλιο να δύει...Τότε καίγεται μαζί του και η καρδιά μου. Σα να βρισκόμαστε στο τέλος όχι μόνο μιας μέρας αλλά και στο τέλος μιας συνήθειας, στο τέλος του δρόμου που περπατούσαμε δίπλα-δίπλα τόσα χρόνια και τώρα που βράδιασε φτάνουμε σπίτια μας σε λίγο, που μας περιμένουν, με τα αδύναμα φώτα της αυλής και σαν αύριο να φεύγουμε για πάντα και σα να περπατούσαμε μαζί μια αιωνιότητα σήμερα κάτω από το καθαρό φως χωρίς να σκεφτόμαστε οτι αύριο θα φύγουμε και σαν να...Καλά κάναμε και δε το σκεφτόμασταν! Καλά κάναμε και δε μας ένοιαζε!


Θυμάμαι που περπατούσαμε αυτές τις μέρες προς το σπίτι σου, φορτωμένοι με μηχανήματα, κιθάρες κτλ κτλ. θυμάμαι οτι ήταν οι πιο καθαρές μέρες...Ο ουρανός ήταν καθαρός, το φως ακόμα καθαρότερο, τα μάτια μας ήταν καθαρά και η καρδιές μας καθαρότερες, τα χαμόγελά μας έλαμπαν και δε μας ένοιαζε αν θα φτάσουμε. Μας έφτανε το ταξίδι! Μας έφτανε που περπατούσαμε μαζί. Και δίπλα μας περνούσαν λευκά σπίτια που όσο προχωρούσαμε λιγόστευαν και γίνονταν πιο λευκά! Και δίπλα μας περνούσαν δέντρα μεγάλα και πιο μικρά και θάμνοι και στενοί δρόμοι και ανοικτά παράθυρα με λουλούδια και τεράστιοι τοίχοι που πίσω τους κρύβονταν πελώρια δάση με σκοτεινή καρδιά, γιατί δεν την έφτανε ο ήλιος.


Ποιος να το φανταζόταν τότε και ποιος να έλεγε κάτι τέτοιο; Τώρα πλέον δε ξέρω αν μου λείπετε εσείς ή τα άτομα που ήξερα τότε...δε ξέρω αν μου φταίει το δικό σας παρόν ή αναπολώ όλα αυτά που θυμάμαι...Δε ξέρω καν αν υπάρχουν ακόμα αυτά τα άτομα που αναπολώ (βέβαια.. δε ξέρω αν υπάρχω και γώ όπως υπήρχα τότε)! Το να αναγνωρίσεις κάτι οπτικά δε σημαίνει oτι είναι αυτό που βλέπεις. Μπορεί να κοιτάς σε ένα αντικατοπτρισμό του παρελθόντος, σα φαντάσματα με γνωστά χαμόγελα που δε μας θυμούνται όμως πια...που έχουν αλλάξει για πάντα...Ευτυχώς μερικούς σας αναγνωρίζω και τώρα. Ευτυχώς μερικοί με αναγνωρίζετε και τώρα.:)