Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

2

Τη πρώτη φορά που πέθανα είδα τα μάτια σου να ανθίζουν μπροστά μου
έκατσα ξαφνικά στα σκαλοπάτια κάτω απ' το σπίτι σου χωρίς να καταλάβω ποτέ γιατί
θυμάμαι πόσο σου άρεσε να με κατηγορείς που πέθανα...
έβγαζες τα ρούχα σου και τα κρεμούσες με μανία πάνω μου

Τη δεύτερη φορά ένοιωσα την ραχοκοκκαλιά μου να πάλλεται λες και προσπαθούσε να τραγουδήσει κάτι
ήταν ανακούφιση εκείνος ο θάνατος θυμάμαι... σα να κρατάς την ανάσα σου με κλειστά μάτια στραμμένα σ' έναν ισχυρό ήλιο 
το φως του ήταν τόσο δυνατό που τα βλέφαρα μου έβαφαν με το χρώμα του αίματος τα μάτια μου
θυμάμαι με κρατούσες αγκαλιά τότε παρ όλους τους σπασμούς που ασπάζονταν το σώμα μου

Τη τρίτη φορά ήμουν σε ένα πέτρινο δωμάτιο όταν πέθανα
επ' έξω έτρεχαν τα αγριόχορτα, τα λουλούδια και το φως του ήλιου εκεί που τα έστελνε ο άνεμος
Γδύθηκα μόνος μου, αφουγκράστηκα για μια στιγμή (λίγο περισσότερο απο έναν αιώνα) το κυνηγητό έξω, ξάπλωσα στο πέτρινο κρεββάτι 
και μόλις έκλεισα τα μάτια μου ένοιωσα το γρασίδι, τα λουλούδια και τον ήλιο να με αγκαλιάζουν σφιχτά.

Η Δεύτερη φορά μου είπαν ήταν μακράν η καλύτερη