Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Προς αυτούς που με προέτρεψαν

Σφίγγαμε κάθε μέρα τα χείλη μας και ξυπνούσαμε πολύ πρωί, αλλά ποτέ δε βλέπαμε τον ήλιο... Φοβάμαι να γράψω πια... Μήπως και γίνουν στ' αλήθεια αυτά που θα πω. Φοβάμαι το μέλλον και την πραγματικότητά μας. Φοβάμαι ότι η πραγματικότητα θα μας προσπεράσει και μεις, κουρασμένοι, βαριοί, λαχανιασμένοι, με κύκλους κάτω από τα μαύρα μάτια μας, θα τρέχουμε να αρπάξουμε το τελευταίο βαγόνι του τραίνου, να προσπαθούμε να πιάσουμε το σιδερένιο κάγκελο και είτε να αφεθούμε να συρθούμε πάνω στις πέτρες και τις σιδηρογραμμές, είτε με την τελευταία μας πνοή να μας απειλεί, να προσπαθήσουμε να τραβηχτούμε πάνω στο τραίνο, σα λαθρεπιβάτες στην ίδια μας τη ζωή.

Και μετά... " Όλα θα πάνε καλύτερα...". Πώς αλλιώς μπορούν να πάνε εξάλλου; (surprize me {not}!)

Έχουμε βέβαια πάντα και την άλλη λύση κρεμασμένη στο λαιμό μας, σε μορφή φιαλιδίου με υδροκυάνιο. Την αγγίζουμε με τα δάχτυλά μας και φλερτάρουμε μαζί της. Αυτή την άλλη λύση... αυτή που καιγόμαστε με την φωτιά που ανάβουμε. Την φωτιά που είχαμε μέσα μας τόσο καιρό και της πετούσαμε ποτά, τραγούδια και αναμνήσεις για να την θέσουμε υπό έλεγχο.

Και... νοιώθω την ανάγκη να δηλώσω ότι είχαμε κάθε καλή πρόθεση... Αλήθεια! Είχαμε κάθε καλή πρόθεση να αγαπήσουμε τους ανθρώπους. Αλλά... αυτά τα ψεύτικα χαμόγελα, τα αμφίβολα βλέμματα, αυτά τα χάρτινα μάτια που μας κρατούσαν σε απόσταση και... τα ψεύτικα βλέφαρα, το έκαναν τόσο δύσκολο. Σας παρακαλώ όμως, να το θυμάστε προς υπεράσπισή μας! Είχαμε κάθε καλή πρόθεση! Θέλαμε το μέλλον να γεννήσει κάτι καλό για εμάς. Τώρα ο μόνος τρόπος είναι να το βιάσουμε...

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Φρουρός


Καθόταν δίπλα στη πόρτα και είχε τις μαύρες του, δεν έλεγε τίποτα . Τί να πεί; Δεν ήξερε τί να πεί και σε ποιόν να το πει; Περνούσαν δίπλα του άνθρωποι, δεν του έδιναν σημασία και καθόταν εκεί, λουσμένος με την μαύρη πίσσα της απελπισίας του να τρέχει από τα ρούχα του και τα μανίκια του και να τον ενοχλεί, όπως ενοχλητικά είναι τα βρεγμένα ρούχα. Βρεγμένα από πίσσα, από ιδρώτα, από άγχος, από αμηχανία.

Καθόταν εκεί χωρίς να ξέρει τι να κάνει με τα χέρια του. Δεν είχε με κάτι άλλο να ασχοληθεί. Τα κοίταζε, τα έξυνε, τα έτριβε, τα δάγκωνε και όλα αυτά για να προσποιείται ότι είναι απασχολημένος. Να δείχνει απασχολημένος στους γύρω του, να μην κάθετε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα. Τώρα κάτι έκανε... ασχολούταν με τα χέρια του. Τα πείραζε, τα κοίταζε, τα ξανακοίταζε, τα έτριβε, τα ξανακοιτούσε, τα δάγκωνε, και έτσι περνούσε η ώρα... έτσι κάτι είχε να κάνει και αυτός καθισμένος σε αυτή την άβολη πολυθρόνα δίπλα από τη πόρτα. Εκεί ήταν η θέση του. Καθόταν εκεί για να είναι σβέλτος, ευέλικτος και καλός στη δουλειά του.

Τώρα ήταν πολύ καλός στο να παραμένει εκεί καθισμένος! Στεκόταν εκεί, στην πιο άβολη και αμήχανη στάση που θα μπορούσε. Αλλά πίστευε... αλλά ήλπιζε, να μην φαίνεται αυτό στους γύρω του, να τους ξεγελάει με την ενασχόλησή του με τα χέρια του και με το ύφασμα της πολυθρόνας που κάθε τόσο άγγιζε με τα ακροδάχτυλά του, για να νοιώσει την υφή του και να μην ξεχνάει πού βρίσκεται, να παραμένει σε εγρήγορση και να δείχνει έτοιμος κάθε στιγμή! Έτοιμος να κάνει τη δουλειά του!!...Γιατί η δουλειά δεν είναι ντροπή! Και οι άλλοι γύρω του που έτρεχαν από δω και από κει, που συζητούσαν με ακατανόητους για αυτόν φράσεις, γεμάτες τεχνικούς όρους, που πληκτρολογούσαν χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα στα πληκτρολόγια (μάλλον για να τους ακούν οι γύρω τους ότι εργάζονται και ότι είναι καλοί σε αυτό που κάνουν ) που συμπλήρωναν ατελείωτα έγραφα και τα στοίβαζαν στο γραφείο τους, τα τοποθετούσαν άτσαλα δίπλα από τις καρέκλες τους και γέμιζαν ολόκληρα συρτάρια με αυτά και όταν τα γέμιζαν τα έβαζαν σε φακέλους που ξεχείλιζαν,τα έβαζαν στα ντουλάπια, στα συρτάρια, στο πάτωμα..., πάνω στο πάτωμα όπου έβρισκαν, και όπου αλλού μπορούσαν να τα χωρέσουν... και αυτοί την δουλειά τους έκαναν, όπως και αυτός. Απλά η δουλειά του τώρα ήταν να κάθετε.

Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν χρήσιμος, ότι προφανώς και αυτός προσφέρει το "λιθαράκι" του και κάνει ότι καλύτερο μπορεί. Και ναι! Ετσι ήταν! Δε θα έπρεπε να ζηλεύει τους άλλους. Για ποιο λόγο να τους ζηλεύει εξάλλου; χαχα! Αυτοί έτρεχαν και κουράζονταν και είχαν ευθύνες και δε μπορούσαν, δεν επιτρεπόταν να κάνουν λάθη. Ενώ αυτός κοίτα πόσο χαλαρός ήταν... μπορούσε να κάθετε και να παίζει με τα χέρια του και με το ύφασμα της πολυθρόνας του. Έτσι τυχαία τώρα, θυμήθηκε ότι μερικές φορές όταν γυρνούσε σπίτι, μετά τη δουλειά, ένοιωθε σαν να του είχε ξεφύγει κάτι, σα να μην είχε κάνει κάτι σημαντικό που ήθελε, αλλά τώρα το ξεχνούσε, δεν μπορούσε να το θυμηθεί, δεν μπορούσε να το σχηματοποιήσει. Θα ένοιωθαν και οι υπόλοιποι έτσι μάλλον... είχαν τόσα πράγματα να κάνουν κάθε μέρα... δε μπορεί, κάποια θα τα ξεχνούσαν.

Βρισκόταν μερικές φορές εκεί καθισμένος, τεντωμένος, γεμάτος ανησυχία και σκεφτόταν. Δεν ονειροπολούσε! Οοοοχι δεν ονειροπολούσε! Σκεφτόταν! Σκεφτόταν ότι μπορεί να υπήρχε κάποιος που σκόπευε να έρθει εδώ και θα το είχε σχεδιάσει καλά, γιατί θα ήξερε ότι στεκόταν και αυτός εδώ καθισμένος στην πολυθρόνα - καρέκλα του. Σίγουρα θα τον είχε λάβει υπόψιν του όποιος θα ερχόταν με αυτό το σκοπό. Θα τον είχε υπολογίσει. Μπορεί να ήταν και οπλισμένος αυτός που θα ερχόταν, μπορεί να είχε και συνεργό, να ήταν δύο μαζί, ή τρεις. Τί θα έκανε τότε;; Θα έκανε την δουλειά του, θα έκανε ακριβώς αυτό που έπρεπέ να κάνει όπως όλοι εκει μέσα. Όπως όλοι! Ήθελε και αυτός να προσφέρει, να είναι χρήσιμος, να κάνει την δουλειά του. Και σίγουρα ήταν χρήσιμος να κάθετε εκεί! Αποτελούσε τον ανασταλτικό παράγοντα για τον καθένα που θα ερχόταν με άσχημους σκοπούς. Αυτός θα ήταν που θα έπρεπε να τον σταματήσει, να βάλει ένα τέλος στα σχέδια οποιουδήποτε κακόβουλου ατόμου.

Εξάλλου είχε περάσει και εκπαίδευση! Ήταν σίγουρος ότι θα έκανε τα πάντα και θα κατάφερνε να εξουδετερώσει, να αποτρέψει, να σταματήσει(!)... όποιον ήθελε να πάρει λεφτά από εδώ. Δεν θα άφηνε κανέναν να κάνει κάτι τέτοιο... Όχι! Θα τον σταματούσε πάση θυσία, ακόμα και τραυματισμένος θα κατάφερνε να τον σταματήσει... να τους σταματήσει, όσοι και αν ήταν. Θα τους καταλάβαινε από τα συνωμοτικά τους βλέμματα, από την σκουρόχρωμη αύρα τους, από τα φουσκωμένα παλτά τους, που μάλλον από κάτω θα έκρυβαν όπλα, πιστόλια, μπορεί και καραμπίνες... μπορεί να είχαν και χειροβομβίδες ή αυτόματα όπλα, ή συνεργούς έξω από την τράπεζα να τον σημαδεύουν. Σηκώθηκε από την θέση του και με σταθερά βήματα πήγε μέχρι το παράθυρο. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κοίταξε πάνω, στις σκεπές από τις απέναντι πολυκατοικίες... δεν είδε κανέναν. Μα φυσικά, θα κρύβονταν!... Έτσι θα κάθονταν εκεί ανέμελοι; Φυσικά και θα ήταν κρυμμένοι! Αλλά δεν πειράζει γιατί μόλις έμπαιναν μέσα θα τους καταλάβαινε και θα τους άρπαζε από το όπλο και θα τους αφόπλιζε, για να μην μπορούν να χτυπήσουν κάποιον εκεί μέσα... Και αν ήταν πολύ δυνατοί, τί θα έκανε;... θαα... θα χρησιμοποιούσε το γκλομπ που είχε, θα τους χτυπούσε τόσο γρήγορα που θα ζαλίζονταν και θα ξαφνιάζονταν από την μη αναμενόμενη επίθεσή του. Θα τους έριχνε στο πάτωμα και θα πάλευαν και θα τους χτυπούσε πρώτος με γροθιές στο πρόσωπο για να αποπροσανατολιστούν, για να μπερδευτούν, για να είναι πιό εύκολο για αυτόν να κάνει την δουλειά του. Και θα έβλεπαν όλοι τότε πόσο χρήσιμος είναι. Όχι οτι δεν το έβλεπαν και τώρα αλλά να, τότε θα ήταν πλέον ξεκάθαρο! Θα τους χτυπούσε στο πρόσωπο... Και αν τον χτυπούσαν αυτοί πρώτοι; ... θα... Δεν θα τον χτυπούσαν! Θα ήταν προετοιμασμένος, θα τους καταλάβαινε απο την αρχή, μόλις πατούσαν το πόδι τους εδώ. Θα άρπαζε τον ένα από το χέρι και θα του το γυρνούσε πίσω από την πλάτη και θα τον ακινητοποιούσε. Και αν είχε και συνεργό θα του έλεγε :
"Σταμάτα αυτό που κάνεις! Αργά ή γρήγορα θα σε πιάσουν! Έχω εδώ τον συνεργό σου και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παραδοθείς!"
Και εκείνος σίγουρα θα καταλάβαινε και θα ενέδιδε, θα τα παρατούσε. Ο καθένας έτσι θα έκανε στη θέση του. Και αν δεν τα παρατούσε... Θα χτυπούσε αυτόν που κράταγε στο σβέρκο για να πέσει αναίσθητος και θα τον έσπρωχνε πάνω στον συνεργό του, για να τον ξαφνιάσει και να κερδίσει λίγο χρόνο και να του επιτεθεί αμέσως! Θα τον χτυπούσε στο πρόσωπο μέχρι να σταματήσει και αν δεν σταματούσε θα τον χτυπούσε κιάλλο... μπορεί να μάτωναν τα χέρια του και τα ρούχα του αλλά δεν θα σταματούσε, δεν θα τα έχανε με λίγες πιτσιλιές αίμα. Θα έπρεπε να είναι αποτελεσματικός, να κάνει την δουλειά του, να γίνει ήρωας! Και αν προσπαθούσε να σηκωθεί ο άλλος, θα τον άρχιζε στις κλοτσιές, θα τον χτυπούσε στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Δεν θα τους άφηνε να βλάψουν κανέναν εκεί μέσα, ούτε τον ίδιο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, τους αξίζουν αυτά που θα πάθαιναν, τους αξίζει να τους έσπαγε τα δόντια με μια κλοτσιά, τους αξίζει να τους άφηνε λιπόθυμους σε μια λίμνη αίματος, τους αξίζει να τους χτυπήσει, να τους... και αν πέθαιναν δεν θα έφταιγε αυτός... θα ήταν σε αυτοάμυνα, σίγουρα θα αθωωνόταν στο δικαστήριο. Μπορεί να τον έδειχναν και στις ειδήσεις και τότε σίγουρα θα καταλάβαιναν ότι είναι χρήσιμη η δουλεία του, ότι κάνει και αυτός κάτι, ότι προσφέρει και αυτός κάτι.

Και ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά και επαναλάμβανε στο μυαλό του όλες τις εικονικές μάχες και τις εναλλακτικές τους, συνέβη! Το είδε μπροστά στα μάτια του! Αν είναι δυνατόν! Τόλμησαν να το κάνουν τελικά! Και ούτε κάν σκέφτηκαν να κρύψουν το όπλο καλύτερα, ούτε που τον υπολόγιζαν, σαν να μην υπήρχε! Και αυτός ο τύπος με το κρυμμένο όπλο, κάτω από την μαύρη αύρα του, μέσα στην μαύρη καπαρντίνα του, που περπατούσε τώρα σε slow motion προς το ταμείο, δεν σκέφτηκε καν να φέρει κάποιον άλλο μαζί του, θεώρησε οτι τα καταφέρνει μόνος του, ότι "τον έχει"! Αν είναι δυνατόν να έχει τόσο φοβερό θράσσος αυτό το άτομο! Τουλάχιστον κρύψε καλύτερα το όπλο σου, αφού το ξέρεις ότι υπάρχει φρουρός εδώ, θα έπρεπε να με υπολογίσεις, θα έπρεπε να πάρεις τα μέτρα σου, θα έπρεπε να πάρεις τα μέτρα σου, θα έπρεπε να έχεις σκεφτεί ότι είμαι εδώ για ένα σκοπό!
"ΜΑ ΚΑΛΑ ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ;!;!"
του φώναξε και όρμησε αμέσως, προς το σημείο στη καπαρντίνα του που φούσκωνε ύποπτα. Ο ψηλός, μαυροφορεμένος, γενειοφόρος, ύποπτος αντέδρασε ξαφνιασμένος (λες και δεν το περίμενε τάχα) και προσπάθησε να τον απομακρύνει. Θυμήθηκε την ευθύνη που είχε για αυτό το μέρος! Δεν θα τον άφηνε! Δεν μπορούσε να γίνει το δικό του! Έπεσε πάνω του με όλη την δύναμή του! Κατάφερε να βάλει το χέρι του στο μέτωπο του υπόπτου και να σπρώξει με όλη του τη δύναμη προς τα πίσω και προς το πάτωμα. Το κεφάλι του ύποπτου κροτάλισε με θόρυβο καθώς χτύπησε το έδαφος. Ζαλισμένος και σοκαρισμένος από το χτύπημα προσπάθησε να σηκωθεί. Στα αυτιά του υπήρχαν δυο κόκκινες γραμμές από αίμα που χάνονταν μέσα στα γένια του. Το πάτωμα δίπλα του άρχισε να γεμίζει με κόκκινες βούλες. Ήταν χλομός, έκπληκτος και προσπάθησε να αρπάξει με τα χέρια του το σημείο στην καπαρντίνα του που φούσκωνε.
"Θα με πυροβολήσει"
σκέφτηκε ο φρουρός που στεκόταν πάνω από τον πεσμένο άντρα. Φαντάστηκε τον εαυτό του να βρίσκεται στο νοσοκομείο γεμάτος αίματα, ξαπλωμένος στο φορείο και να προσπαθεί να ανασάνει. "ΌΧΙ" ούρλιαξε και με μία ενιαία κίνηση έβγαλε το όπλο απτη θέση του στη ζώνη του, και πυροβόλησε το πρόσωπο του άντρα στο πάτωμα... Ο εκκωφαντικός ήχος της εκπυρσοκρότισης φάνηκε σαν να σταμάτησε τον χρόνο γύρω τους. Το μόνο που κινούταν για μια στιγμή, ήταν ο καπνός που αναδυόταν από την προτεταμένη κάννη του όπλου. Όλοι γύρω τους είχαν ακινητοποιηθεί. Δεν ακούγονταν πια οι ήχοι από τα πληκτρολόγια, από τις συνομιλίες, από τα χαρτιά. Η απόλυτη ησυχία μετά τον εκκωφαντικό κρότο. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Μετά από ένα δευτερόλεπτο που διάρκεσε όσο ένα εκατομμύριο σκέψεις, το ουρλιαχτό μιας γυναίκας διέλυσε σε μικρά κομμάτια την γυάλινη σιωπή που τους κάλυπτε. Επικράτησε αναστάτωση και ακολούθησαν και άλλες φωνές. Η κόκκινη κηλίδα είχε φτάσει τώρα στα παπούτσια του και τα λέρωνε. Έσκυψε και έψαξε το σημείο που φούσκωνε στην καπαρντίνα. Προσπάθησε να μην κοιτάξει το πρόσωπο αλλά δεν τα κατάφερε... Βρήκε ένα χοντρό φάκελο γεμάτο χαρτονομίσματα που έγραφε πάνω του, με άτσαλα γράμματα : "στο ταμείο". Πήρε μαζί του τον φάκελο και περπάτησε προς το ταμείο, αφήνοντας πίσω του βαθυκόκκινες πατημασιές πάνω στο άσπρο μαρμάρινο πάτωμα.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Everybody cries


Μου ήρθε στο μυαλό κατευθείαν το 'every body hurts' των R.E.M. Όταν ήμουν πιο νέος δε πίστευα οτι το ρεφρέν μπορεί να είναι αλήθεια. Έλεγα : σιγά μη κάθεται τώρα ένας μεγάλος άνθρωπος να κλαίει. Θα έχει μάθει πλέον να αντιμετωπίζει την ζωή και τα προβλήματα της με ένα τρόπο που θα του επιτρέπει να συγκρατείται, να ελέγχει τα συναισθήματά του, τουλάχιστον μπροστά σε άλλους ανθρώπους και να στέκεται ανάλογα στις περιστάσεις.

Έτσι έλεγα, μέχρι που την είδα να μπαίνει απο την πόρτα του γραφείου και να κλαίει! Έκλαιγε και είχε τα διπλάσια χρόνια μου! Περπάτησε βιαστικά και κάθησε μακριά μου. Πρόφερα το όνομά της... Μουδιασμένος, αβέβαιος για το αν συνέβαινε πραγματικά αυτό που ζούσα. Σηκώθηκα απ' την καρέκλα μου και πήγα κοντά της με ασταθή βήματα. Δεν ήταν άλλος στο δωμάτιο. Πήγα κοντά και την ακούμπησα στον ώμο. Προσπάθησα να την παρηγορήσω, γιατί συμπαθώ την απλότητα του χαρακτήρα της και το βλέμμα της που κοιτάζει ευθεία όταν σου μιλάει. Άνοιξα το στόμα μου αρχίζοντας να μιλάω, χωρίς να ξέρω τι θα πώ. Είπα κάτι απρόσωπο. Πρόφερα κάποιες σαστισμένες και αδέξιες λέξεις, προσπαθώντας να κερδίσω λίγο χρόνο για να πώ κάτι καλύτερο. Δεν τα κατάφερα. Κάθισα δίπλα της λέγοντας κι'άλλες τυπικότητες. Προτάσεις που μύριζαν φορμαλδεϋδη και φωτιστικό οινόπνευμα. Μου είπε τα γνωστά προβλήματα που υπήρχαν, σκουπίζοντας με τα χέρια τα κατακόκκινα μάτια της. Ηρέμησε, χαλάρωσε, ανάσανε... Κατάλαβα πως, ότι και να έλεγα δεν θα είχε κάποια ουσιαστική διαφορά. Ανάσανε ξανά, έβαλε τα χέρια της στα γόνατά της, σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντάς με σαστισμένο στο δωμάτιο να προσπαθώ να καταλάβω τί είχε γίνει.

Το βάρος της ζωής μερικές φορές είναι πάρα πολύ για να το αντέξουμε. Η ευθύνη της ύπαρξής μας... λές και είμαστε υποχρεωμένοι επειδή γεννηθήκαμε, να αποδείξουμε οτι το αξίζαμε, οτι δεν κάνουμε λάθη, οτι τα καταφέρνουμε στα δύσκολα. Εκει δηλαδή που δεν τα καταφέρνουν κάποιοι άλλοι (πώς αλλιώς εννοείς κάτι δύσκολο;). Και τελικά, ποιοί είναι αυτοί οι άλλοι; Γιατί δεν τα καταφέρνουν; Αυτοί, πώς δικαιολογούν την ύπαρξή τους σ'αυτό το κόσμο;

Αλλά φυσικά δεν μπορούμε να κάνουμε τέτοιες σκέψεις... είναι αντιπαραγωγικές

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

everybody wants happiness, nobody wants pain, but you can't have a rainbow without a little rain...


Ευπρόσδεκτες οι καταιγίδες, ευπρόσδεκτα και τα νευρικά σύννεφα και οι κάλπικες λέξεις ευπρόσδεκτες, αρκεί να ποτίζονται με ομορφιά και γαλήνη. Γιατί το κεφάλι μας τώρα τελευταία δεν κατοικεί μαζί μας, έχει βαρεθεί όλα αυτά τα διαδικαστικά και έχει βγει για λίγο έξω στην βροχή και στην υγρασία. Ευπρόσδεκτες οι βροχές...

Ευπρόσδεκτα και τα χάρτινα μάτια, όσο ευπρόσδεκτα και τα μαραμένα χαμόγελα από χείλη ξένων. Και οι Κυριακές ευπρόσδεκτες και τα κίτρινα απογεύματα τους, με την ικανότητα τους να κάνουν το χρόνο να σταματά μόνο κατά την διάρκεια της αναμονής. Της αναμονής του χθες και του αύριο μαζί, γιατί δεν θέλουμε πλέον να διαφέρουν αυτά τα δύο, αλλά θέλουμε να θυμίζει το ένα στο άλλο τον δρόμο, για να μην χάνονται, να μην ξεστρατίζουν μέσα στο μαγεμένο δάσος της ζωής μας. Εκεί που στέκεται το μυαλό μας και περιμένει τις βροχές, περιμένει αυτή τη χαρακτηριστικά γνώριμη μυρωδιά στον αέρα πριν βρέξει, πριν γεμίσει την καρδιά μας με μια θλιμμένη ανακούφιση, με μια ξεπλυμένη αγωνία που καταλάγιασε και τώρα το μόνο που έμεινε να κάνουμε είναι να γιορτάσουμε αυτό το μελαγχολικό συναίσθημα, αυτή την πικρή ύπαρξη της αλήθειας, να το δοξάσουμε και να το ξορκίσουμε με τις πρώτες ψιχάλες.

Εμείς όμως στεκόμαστε όρθιοι μπροστά από βρεγμένες μπαλκονόπορτες και τα γεμάτα υγρασία ντουβάρια μας... λες και φοβόμαστε. Χάνουμε, την πρωταρχικής σημασίας, για τη ζωή, αίσθηση, χάνουμε την επαφή με το νερό, με την λάμψη των σταγόνων, με τη γεύση τους, με την αίσθηση τους πάνω μας... ανάμεσά μας, μεταξύ μας, μέσα μας.

Ευτυχώς όμως υπάρχει και αυτό το μαγεμένο δάσος στη ζωή και το μυαλό μας, πάντα ως το πιο προνοητικό μέρος μας, αντιδρά, εναντιώνεται και επιλέγει να πάει εκεί μόνο του... τί άλλο να έκανε; Οι σκέψεις μας ευτυχώς δέχονται την βροχή πάνω τους και την οικειοποιούνται με όλη τους την αγάπη.

Και εκεί ακριβώς, σε αυτό εδώ το σημείο, είναι που υπάρχει η ζωή. Ανάμεσα στην ευπρόσδεκτη αγάπη και στις ευπρόσδεκτες βροχές, στα ευπρόσδεκτα δικά μας απογεύματα, που για αυτά ο χρόνος σταματά όταν τα χείλη σου ακουμπούν το πρόσωπό μου και ο χρόνος σταματά όταν μου λες αλήθειες, όταν μου λες πως μ' αγαπάς και όταν κατηφορίζουμε μαζί τον πλακόστρωτο δρόμο προς την αγκαλιά του σπιτιού μας και επιμηκύνεται ο χρόνος όταν βάζεις το χέρι σου μες στο δικό μου και κάνεις τη καρδιά μου να αναπηδά μέσα στο στήθος μου. Κάνεις όλες εκείνες τις στιγμές της μέρας να έχουν νόημα... όταν βλέπω τα μάτια σου να γελούν, όταν βλέπω τα χείλη σου να λάμπουν...

Γι' αυτό λέω: Ευπρόσδεκτες οι βροχερές μέρες που μας σφίγγουν τόσο δυνατά που δεν μπορούμε ν' ανασάνουμε, ευπρόσδεκτοι και οι μικροί δαίμονες που σέρνονται κάτω απ' το άδειο κρεβάτι μου το βράδυ όταν ξαπλώνω μόνος μου σ' αυτό. Ευπρόσδεκτες και οι στιγμές γλυκιάς απελπισίας που με τα παγωμένα χέρια τους κρατούν το λαιμό μου. Ευπρόσδεκτη και η υγρασία που γεμίζει την ψυχή μας όταν ξυπνάμε από ακατανόητα όνειρα το βράδυ και βρίσκουμε καθισμένη στο κρεβάτι μας τη θλίψη. Ευπρόσδεκτες όλες οι καταρρακτώδεις μαύρες βροχές, ευπρόσδεκτες για να περάσουν... ευπρόσδεκτες για να ξεκινήσουν και να τελειώσουν, ευπρόσδεκτες για να μην ξεχνάμε, για να μην γινόμαστε αλαζονικοί και να μην γίνονται τα μάτια μας στενά... σα χαραμάδες φωτός. Ας ποτίσουν οι βροχές όλη μας την ύπαρξη και ας μας γεννήσουν ξανά, καλύτερους και πιο έντιμους με την σημασία, την σημαντικότητα των πραγμάτων γύρω μας, την σημαντικότητα της ύπαρξής μας.

Πάντα θα καρτερούμε για εκείνη την ηλιόλουστη μέρα που το χώμα θα ακτινοβολεί γήινες ευωδίες και θα μας καλεί να τρέξουμε πάνω του και να ρουφήξουμε μέσα μας όλο το νέκταρ του ήλιου που επιτέλους θα έχει βγει γεμάτος νέα όνειρα, νέες υποσχέσεις και θα μας κλείνει χαμογελαστός το μάτι ωθώντας μας σε νέους λιθόστρωτους δρόμους, με το χέρι σου μέσα στο δικό μου, για ακόμα μια φορά.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Είναι που...


... και όλα αυτά που θέλω να πω.. και να έχω.... αλλααά.... Ναι... δε ξέρω....

Κάποιες φορές περπατάς δίπλα μου. Συνήθως λίγο πριν κοιμηθώ. Μου μιλάς για τα όμορφα χρόνια και τις πολύχρωμες ιστορίες σου. Και ξεχνάω... Σε ακούω και νοιώθω κάθε σου λέξη να έχει τόσο μεγάλη δύναμη... τόση ορμή, τόση αγάπη, που με κάνει χαρούμενο πάλι. Με κάνει να δω πόσο όμορφα είναι τα δέντρα γύρω μας, τα ξύλινα παγκάκια με τις χαραγμένες λέξεις πάνω τους, τα σύννεφα, οι πέτρινοι τοίχοι και ο ήλιος, όταν τον αφήσουμε να μας μας κοιτάξει και να μας χαμογελάσει πλατιά...

Έρχεσαι όταν ονειρεύομαι και είναι μερικές φορές που τα καταφέρνεις... λύνεις τον κόμπο στη καρδιά μου και μου διηγείσαι ιστορίες, τόσο γλυκές, τόσο όμορφες, που θέλω να τις μοιραστώ, για να νοιώσουν και άλλοι αυτή τη ζεστασιά και την γλύκα που γεμίζει τα σωθικά μου.

Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι πίσω απ' τις σκέψεις σου. Κανείς δε ξέρει. Σε κοιτάω καμιά φορά όταν μπορώ, για να μην σε ξεχνάω, να θυμάμαι και να κατανοώ καλύτερα τις πράξεις σου και τα συναισθήματά σου, να μπορώ να σε προλάβω,... γιατί μερικές φορές με τρομάζεις... Θέλεις να φύγεις, θέλεις να μένεις για πάντα εδώ. Θέλεις να αρχίσεις το παραμύθι σου απ' την αρχή, αλλά βιάζεσαι να δεις τι γίνεται στο τέλος του. Θέλεις να σε αγαπάνε, θέλεις να τους αγαπάς πάντα εσύ πιο πολύ. Θέλεις να τα έχεις όλα, αλλά δεν θα σε πείραζε και να μην είχες τίποτα, αν μπορούσες να κρατήσεις την καρδιά σου στην θέση της, να μην χάσεις τον εαυτό σου και όλα του τα ψεγάδια που τόσο σφιχτά αγκαλιάζεις. Θέλεις να βλέπεις τα δέντρα κάθε μέρα αλλά να μένεις στη πόλη που μεγάλωσες, μαζί με τις αναμνήσεις σου. Θέλεις όλους αυτούς που σου σφίγγουν την καρδιά να τους σκοτώσεις,... να τους μισήσεις, αλλά θλίβεσαι μόνο με την σκέψη του να κάνεις κάτι τέτοιο.

Όσες μέρες περνάνε, ξεκουράζονται πάνω στα βλέφαρά μας και τα κάνουν πιο βαριά από χτες... Όσες μέρες περνάνε ξεκουράζονται πάνω στη καρδιά μας... αλλά εμείς τις αγαπάμε γιατί πάντα έχουν κάτι νέο να μας πουν Όσο μικρό και αν είναι, κάνει το ρολόι να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, μας προστατεύει και μας θυμίζει ότι είμαστε ακόμα εδώ...