Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010


Θυμάμαι πόσο άδειο ήταν το σπίτι που έμενα στην Πάτρα όταν πρωτομπήκα μέσα. Ήταν βράδυ. 8 με 9 το βράδυ και είχαμε πάει να το δούμε με το πατέρα μου για να το νοικιάσουμε. Το ρεύμα ήταν κομμένο Μπήκαμε μαζί με τον μεσίτη σε ένα σκοτεινό και παλιό σπίτι που δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα.
Όταν έμεινα για πρώτη φορά μόνος μου εκεί, είχα καθίσει στο κρεβάτι και σκεφτόμουν. Ένοιωθα το κόσμο να απλώνεται αχανής γύρο μου. Άρχισα να νοιώθω ασήμαντος, ξένος όσο ποτέ άλλοτε, αδιάφορος μέσα σε μια άγνωστη πόλη. Μέσα σε μια απρόσωπη, ανέκφραστη και επιφυλακτική πόλη, που με κοιτούσε ερευνητικά... άρχισα να νοιώθω ελεύθερος... Επιτέλους μόνος. Για λίγο επιτέλους μόνος και ελεύθερος.
Στο σπίτι τα παραθυρόφυλλα ήταν ξύλινα και ξεφτισμένα. Δεν είχαν βαφτεί ποτέ και είχαν μείνει έτσι, χωρίς καμία προστασία να φθαρούν. Ήταν ατόφιο ξύλο. Στις πρώτες φθινοπωρινές βροχές είχαν αρχίσει να σαπίζουν και να μαυρίζουν. Το σπίτι βρισκόταν στην ταράτσα του 6ου ορόφου μιας πολυκατοικίας Έπρεπε να βγεις έξω στην ταράτσα για να μπεις στο σπίτι.
Θυμάμαι την βροχή να έρχεται σχεδόν οριζόντια, λόγο του αέρα και να με βρέχει κάθε φορά που άνοιγα τα παράθυρα. Τα ξύλινα παράθυρα δεν έκλειναν καλά και έτσι όταν έβρεχε για ώρα, νερά έτρεχαν στο ξύλινο πάτωμα.
Το είχα γεμίσει με καφε-κόκκινες κουβέρτες, κόκκινα μαξιλάρια και μια κόκκινη βελέντζα Στους τοίχους είχα την καινή γυναίκα του Dali στην έρημο, μια αφίσα των Nirvana και όμορφα τοπία. Το CD player βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι και έπαιζε σχεδόν όλη μέρα δυνατά μουσική.
Είχα φτιάξει μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα στην οποία συνέβαλε πολύ η σόμπα αλογόνου με την λάμψη της, που θύμιζε φως από τζάκι. Σπάνια άνοιγα το φως το βράδυ. Άφηνα το φως της σόμπας να φωτίζει γλυκά το δωμάτιο. Τον πρώτο χρόνο πάντα κάποιος έμενε εκεί μαζί μου. Ο Γιάννης, η Θάλεια, ο Κωστής..
Όλα τα έπιπλα που είχα ήταν ξύλινα και το νταβάνι ήταν τόσο ψηλό που θύμιζε παλιό αρχοντικό. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί... Από το δυτικό παράθυρο έβλεπα πάντα τον ήλιο να χάνεται το απόγευμα μέσα στην θάλασσα, γεμίζοντας με ζεστά χρώματα όλη μου την ψυχή. Το βράδυ έβγαινα στην ταράτσα και κοίταζα τ'αστέρια ακούγοντας δυνατά μουσική από το σπίτι. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι πώς με ανέχονταν οι γείτονες... Θυμάμαι που ακούγαμε και κάποιον άλλον τα απογεύματα, να βάζει και να ακούει πάντα τον ίδιο CD. Το Metropolis των Paradise Lost.
Το άλλο παράθυρο έβλεπε στην Πλατεία Γεωργίου. Την μεγάλη πλατεία, που είχαν καταστρέψει το πρώτο έτος που ήμουν εκεί. Καθόμουν στο παράθυρο και παρακολουθούσα ένα αυτοκίνητο να καίγεται στην μέση της πλατείας. Κατέβηκα κάτω όταν είχε σβήσει σχεδόν και τριγύριζα στην πόλη η οποία έμοιαζε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Περπατούσα πάνω σε σπασμένα γυαλιά από μπουκάλια και από βιτρίνες μαγαζιών. Ο αέρας μύριζε την ξινίλα των δακρυγόνων. Στα στενά υπήρχαν ματ παρατεταγμένα και αστυνομία σχεδόν παντού...
Προς το τέλος, τους τελευταίους μήνες πριν φύγω από κει, είχα βάλει "κουρτίνες". Είχα καρφώσει ένα πανί με ινδική τεχνοτροπία και σχέδια που μου είχε φανεί πολύ όμορφο. Εσύ μου το είχες χαρίσει. Ήταν κόκκινο και μπλε, με ένα κύκλο από μικρά παγόνια στο κέντρο του. Ο ήλιος και και η βροχές εκείνο το χρόνο πριν φύγω χάλασαν το χρώμα του και το ξέβαψαν. Το έκαναν να ταιριάζει με το σπίτι και με τις σκέψεις μου εκείνη την περίοδο...