Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

...


Νοιώθω πάλι αυτή την αίσθηση κενού και ανεκπλήρωτου να ανεβαίνει απο το στομάχι μου. Δε ξέρω ακριβώς γιατί. Μπορεί να φταις εσύ, μπορεί να φταίω εγώ, μπορεί να φταίνε και όλοι οι υπόλοιποι. Κάθε φορά περνάει αλλά και κάθε φορά ξανάρχεται. Μπορεί να αργεί κάποιες φορές και άλλες να επιστρέφει αμέσως.
...Μπορεί να φταίει και ο καιρός...Πρέπει να δείξουμε σε όλους τώρα σα καλά παιδιά την πρόοδο που κάναμε. Την πρόοδο προς τα που;; Προς τα κάπου αόριστα ; Δεν έχει σημασία; Προοδεύσαμε λοιπόν και μάθαμε νέα πράγματα ...και τι έγινε; Αν όλα όσα μάθαμε υπάρχουν μόνο στη φαντασία αυτού που τα σκέφτηκε και δεν χρειάζονται πουθενά πρακτικά, τι ακριβώς μάθαμε; Πώς μας βοηθάει κάτι τέτοιο; ...στην όξυνση του νου!!Μάλιστα..μεγάλη "όξυνση" είχαμε..Μήπως όμως αυτή η όξυνση έχει μερικά κιλά bias; Μήπως όλα αυτά οφείλονται στο maturity;
Μπορεί να φταίει και η γενικότερη κατάσταση. Όλη η σαπίλα μαζεμένη και σκουπισμένη κάτω από το χαλάκι..που εδώ και πολύ καιρό έχει ξεχειλίσει και όλα βρίσκονται μπρος στα μούτρα μας τώρα..υπομονή μέχρι πότε;και τί να κάνεις; να το παίξεις επαναστάτης και να καείς στην φωτιά που ανάβεις; Να συμβιβαστείς και να προσπαθήσεις να αφομοιωθείς;...το δοκίμασα αυτό...δε καταπίνεται με τίποτα!..Ε τί να σου κάνω τότε; κάτσε να έχεις την αίσθηση κενού και ανεκπλήρωτου, θα μου πεις.
ΟΚ. βρήκα λοιπόν γιατί την έχω. Για τον ίδιο λόγο που την έχω κάθε φορά. Απλά προσπαθώ να το ξεχνάω, να μου φταίει δήθεν και κάτι άλλο κάθε φορά. Να ξεχνάω για να μην ζητάω κιάλλα, να κάνω σα καλός στρατιωτάκος το καθήκον μου για να με αφήνουν ήσυχο να βλέπω τηλεόραση χωρίς τύψεις.
Ξαναρωτώ:ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ; και απαντώ..: μέχρι να αλλάξει κάτι (lol), ή μέχρι να διαλέξεις παραπάνω, την πρώτη απόφαση.

Αν έχετε εσείς καμία άλλη ιδέα του τί να κάνει κανείς...παρακαλώ πείτε μου..(Φανταστικοί μου αναγνώστες...)

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Σκάλες



  • Οι ψυχές μας βρίσκονται σ'ενα δρόμο και μπροστά τους συναντούν σκάλες.
  • Σκάλες που ανεβαίνουν και σκάλες που κατεβαίνουν.
  • Η κάθε σκάλα έχει 107 σκαλοπάτια.
  • Αν τα διανύσουν τρέχοντας οι μέρες περνάνε γρήγορα και οι νύχτες ξεχνιούνται.
  • Αν ξεκινάνε διστακτικές οι μέρες τις πορείας είναι πολλές.
  • Έτσι όσο πιο γρήγορα περάσουν από τη μια σκάλα τόσο πιο γρήγορα θα έρθει η επόμενη.
  • Αν είναι σκάλες που ανεβαίνουν οι ψυχές μας τρέχουν χαρούμενες να ανέβουν για να δουν τον ήλιο και τον ορίζοντα.
  • Όσο πιο ψηλά φτάνουν τόσο πιο όμορφο είναι το τοπίο.
  • Ο χρόνος όμως πάντα τις σπρώχνει μπροστά, έτσι όσο πιο ψηλά ανέβουν τόσο πιο μεγάλη θα είναι η πτώση, που οδηγεί στην επόμενη σκάλα.
  • Άλλες φορές χτυπάνε πέφτοντας και άλλες προσγειώνονται πάνω στους θάμνους που περιμένουν από κάτω.
  • Όταν οι σκάλες κατεβαίνουν, οι ψυχές μπαίνουν σε αυτές τις τρύπες και κατεβαίνουν κι'αυτές κάτω από τη γη.
  • Το φως δε φτάνει ποτέ εκεί κάτω και διάφοροι φόβοι τριγυρνούν στα τοιχώματα του τούνελ.
  • Κάποιοι από αυτούς κρύβονται στα ρούχα και στις τσέπες για να εμφανιστούν ξαφνικά κάποια άλλη στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι γίνονται απτοί μέσα στο τούνελ.
  • Δυστυχώς ο χρόνος μας σπρώχνει μόνο μπροστά.
  • Ευτυχώς ο χρόνος μας σπρώχνει μόνο μπροστά.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Ιστορία για λευκά περιστέρια, γράμματα και μοναχικούς ανθρώπους

Ο αέρας φυσούσε πάντα προς τη μεριά του ήλιου σ'αυτό το μέρος. Έκανε τα φύλα των δέντρων να πάλλονται όμορφα και δρόσιζε τα περιστέρια που κρύβονταν εκεί. Το περιστέρι ήταν ένα από αυτά και τίποτα δε το ξεχώριζε από τα υπόλοιπα, εκτός ίσος απο το γεγονός οτι ήταν ολόλευκο. Δεν έκανε όμως όλα αυτά που κάνουν τα περιστέρια. Όταν ξημέρωνε και ο αέρας φυσούσε προς την ανατολή, πετούσε προς τον ήλιο και έψαχνε. Έψαχνε μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων έψαχνε μέσα στους θάμνους, μέσα στις φωλιές των μικρών ζώων, πάνω στους λοφίσκους και στα ξέφωτα, κάτω απ'τα καπέλα των μανιταριών, και μέσα στις κουφάλες των παλιών δέντρων, στις όχθες των ποταμών που διέσχιζαν το δάσος, μέσα στα κρυστάλλινα νερά και μέσα στον αφρό του καταρράκτη, στις πέτρες της όχθης και στις καλαμιές που φύτρωναν λίγο πιο κάτω. Μερικές φορές πετούσε ψηλά και έψαχνε μέσα στα σύννεφα. Το βράδυ δε σταματούσε, παρά μόνο για λίγες ώρες ξεκούρασης , και έψαχνε στις σκιές των δέντρων και στους ήχους της νύχτας. Έψαχνε πάλι στα φύλα των δέντρων στους θάμνους και στην όχθη του ποταμού. Στο τέλος έβρισκε ένα γράμμα, ένα λευκό φάκελο να τον φέρνει το ποτάμι ή να έχει κρυφτεί μέσα στα φύλα των δέντρων στους θάμνους στην όχθη και τη σκιά της νύχτας. Το περιστέρι έπαιρνε το γράμμα και πετούσε ψηλά στον ουρανό, όπου ο άνεμος το οδηγούσε. Πάντα του έδειχνε να πάει προς την πόλη, πέρα από το δάσος. Το περιστέρι έβλεπε τα πράσινα δέντρα που λαμπύριζαν από κάτω του στο φώς του ήλιου, τα έβλεπε να διακόπτονται από ήσυχες πολυκατοικίες και μερικά πιο χαμηλά σπίτια με αυλές. Στη πόλη λίγοι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους πάνω στα ηλιόλουστα πεζοδρόμια δίπλα από τους κήπους και κάτω από την σκιά μερικών δέντρων που υπήρχαν. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο μειλίχια και ήρεμα με απαλές κινήσεις, χωρίς να λένε πολλά λόγια και μετά συνέχιζαν το δρόμο προς το σπίτι τους. Σπάνια κάποιο αυτοκίνητο περνούσε και άφηνε έναν ήχο, μια βουή να το ακολουθεί και μετά να σβήνει μέσα στο ήρεμο φως της μέρας. Το περιστέρι έψαχνε στη πόλη για ένα μοναχικό άνθρωπο που είχε στο μπαλκόνι του, συνήθως μια γλάστρα βασιλικού, μια 'αράχνη'* ή κλειστά νυχτολούλουδα. Πλησίαζε το παράθυρο και άφηνε στο περβάζι το γράμμα καθώς ο έκπληκτος άνθρωπος το κοίταζε καθισμένος στο γραφείο του όπου έγραφε ποιήματα. Έπαιρνε το γράμμα από κει που το είχε αφήσει το περιστέρι με τρεμάμενα χέρια. Έψαχνε έξω απ'το παράθυρο αλλά δεν έβλεπε πουθενά το περιστέρι. Καθόταν στο γραφείο του και άνοιγε προσεκτικά το φάκελο. Αρχικά του φαινόταν άδειος αλλά πάντα σε μια γωνία έβρισκε ένα σπόρο. Άφηνε το φάκελο στο περβάζι απ'οπου τον έπαιρνε ο άνεμος και τον γυρνούσε πάλι πίσω στο δάσος όπου ανήκει. Ο άνθρωπος έβαζε τον σπόρο σε μια γλάστρα και του έδινε χώμα από το βασιλικό, την 'αράχνη' ή το νυχτολούλουδο. Τον πότιζε με το νερό που είχε δίπλα στο κρεβάτι του για να ξεδιψά τη νύχτα και πήγαινε να κοιμηθεί. Έβλεπε όνειρα εκείνη τη νύχτα οτι γινόταν περιστέρι και πετούσε μέσα στην έρημο. Έβλεπε την καυτή άμμο από κάτω του και ένοιωθε το ζεστό αέρα πάνω στο δέρμα του. Πετούσε για ώρες ατελείωτες μέσα στην έρημο μέχρι που συναντούσε ένα δέντρο. Καταπράσινο, δροσερό, με δυνατές ρίζες πάνω σε στέρεη γη. Πάντα πριν φτάσει στο δέντρο ξυπνούσε διψασμένος και ιδρωμένος. Θυμόταν τον σπόρο και έψαχνε τη γλάστρα στο δροσερό φως της αυγής. Έβρισκε ένα λουλούδι κλειστό ακόμα. Είχε λεπτό και καταπράσινο μίσχο και τα πέταλά του ήταν κόκκινα σαν το αίμα. Όταν το πρώτο φώς της μέρας έπεφτε πάνω του, φωτίζοντας και το δωμάτιο, αμέσως άνοιγε απαλά τα φύλλα του και γέμιζε το γύρο χώρο με το πιο όμορφο άρωμα που υπάρχει. Ο άνθρωπος έκπληκτος το κοιτούσε και μετά έκλεινε τα μάτια να μυρίσει την υπέροχη αυτή ευωδία. Το άρωμα απλωνόταν σε όλο το σπίτι, πλημμύριζε έξω από τα παράθυρα και έφτανε μέχρι το δρόμο. Εκεί το μύριζε ένας άλλος άνθρωπος, μοναχικός, και έκλεινε και αυτός τα μάτια για να νοιώσει καλύτερα την ευωδία. Σταματούσε στο πεζοδρόμιο κάτω από το σπίτι και σκεφτόταν οτι ήταν το πιο όμορφο άρωμα που είχε μυρίσει στη ζωή του. Ανέβαινε την ξύλινη σκάλα του σπιτιού και έμπαινε μέσα στο δωμάτιο με τον μοναχικό άνθρωπο που πλέον δεν ήταν μόνος. Κάθονταν μαζί στο τραπέζι και έλεγαν ιστορίες για λευκά περιστέρια, για γράμματα, για λουλούδια και για μοναχικούς ανθρώπους.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Λευκάδα


Ήμασταν οι πρώτοι, οι καλύτεροι της εποχής μας με τα βλέμματα βραχνά και κόκκινα να ατενίζουν το μέλλον. Μέσα στο καλοκαίρι... χαθήκαμε μέσα στο καλοκαίρι εκείνο που ζήσαμε πιο πολύ από κάθε άλλο άνθρωπο και γνωρίσαμε τη γεύση του άγουρου και την φτύσαμε. Ξαπλωμένοι στο δρόμο τα μεσάνυκτα ονειρευτήκαμε το μέλλον...ονειρευτήκαμε αλλά μόνο όνειρο έμεινε και 'μείς τα παιδιά του. Ξαπλωμένοι παντού στο δωμάτιο, ζούσαμε το χθες γιατί δεν μας άρεσε το αύριο, ζούσαμε ξανά και ξανά στο ίδιο μέρος, στην ίδια μέρα, στο ίδιο φως και στην ίδια γλύκα του πρώτου πρωινού ήλιου που μας έβρισκε πάντα με τα μαλλιά μας μπλεγμένα, με τα μάτια σβηστά και βουρκωμένα να ζητάμε κι'άλλο νεκταρ, κι'άλλη φωνή, κι'άλλο πιοτό...Κάθε νύχτα ξεχνιόμασταν στο πυρετό και στα όνειρά μας λέγαμε μόνο αλήθεια...λέγαμε λέξεις τόσο ξένες και τόσο πραγματικές που κανείς δε καταλάβαινε το νόημα. Μόνο εμείς. Μια χούφτα από παιδιά με κόκκινα μάτια που πάνω μας έμεναν για πάντα χαραγμένες σαν ουλές αυτές οι λέξεις. Χαραγμένες στη μνήμη και στο κορμί. Και όταν ξεχνάμε ο ένας τον άλλον και σαν αγρίμια ψάχνουμε με την οσμή, θα είναι αυτές οι ουλές και τα σημάδια που θα μας οδηγήσουν πάλι στην αρχή, εκεί που ζήσαμε για μια αιωνιότητα το πιο πυκνό αίσθημα αγάπης και αδελφικότητας στο πιο ζεστό μέρος της καρδιάς μας. Οι ουλές θα είναι που θα μας κάνουν να ξαναβρεθούμε να ξαναενωθούμε σαν τις πεταλούδες λίγο πριν πεθάνουν, λίγο πριν γυρίσουν ξανά στην γήινη φύση τους στη γήινη μάζα που μας περικλείει. Να ανοίξουμε ξανά μαζί τα μάτια μας προς τον ήλιο που ανατέλλει και να μην ενδιαφερθούμε για τίποτα πια, μόνο για το πώς θα κάνουμε νέες ουλές νέα στολίδια πάνω μας που με μια εικόνα τους να γελάμε και να κλαίμε μαζί, να ενώνουν τις καρδιές μας και να τις κάνουν κομμάτια...Θα περιμένουμε νοσταλγικοί και ώριμοι αιμορραγώντας απο τις παλιές πληγές που τόσο αγαπήσαμε, που θα αγαπάμε για πάντα και θα μας αγαπούν και αυτές ακόμα πιο πολύ.